Μετά από πολλαπλές απώλειες, ο Caesar προσπαθεί να προστατέψει το είδος του με κάθε κόστος. Αυτή τη φορά όμως δεν θα έχει να αντιμετωπίσει μόνο το ανθρώπινο είδος, αλλά και τους εσωτερικούς του δαίμονες.
Caesar: Apes, together, Strong!
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Μετά τα γεγονότα της ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ (2011) και της ΑΥΓΗΣ (2014), βρισκόμαστε στο σημείο της ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ όπως απλόχερα μας εξηγεί η ταινία στην αρχή της. Ο πανέξυπνος και καλόκαρδος Caesar δεν είναι μόνο ο εδραιωμένος αρχηγός της φυλής του, αλλά και ο μοναδικός που μπορεί να την προστατέψει από την απειλή των ανθρώπων αλλά και των ακολούθων του Koba, που ακόμη και μετά τον θάνατο του, εξακολουθούν να είναι υποστηρικτές του έργου του.
Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ παίρνει επάξια το μέρος της σαν τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας που ξεκίνησε από το 2011. Αν και φήμες λένε ότι το franchise θα συνεχιστεί, εμείς ευχόμαστε να σταματήσει εδώ, πριν γίνουμε μάρτυρες ακόμη ενός χολιγουντιανού ναδίρ. Η σύνδεση με τα προηγούμενα επεισόδια είναι τόσο καθοριστική, που καθίσταται δύσκολο από τους θεατές να παρακολουθήσουν αν δεν έχουν δει τουλάχιστον το Dawn of the planet of the Apes.
Η ταινία ξεκινάει με αριστουργηματικότατα πλάνα και μουσική, συνθέτοντας μία από τις καλύτερες πρώτες πράξεις σε ταινία φαντασίας. Η δράση καλύπτει το μεγαλύτερο κομμάτι της, καθώς χρησιμοποιεί τους καλύτερους τρόπους παρουσίασης των κυριότερων χαρακτήρων. Στο τελείωμα της, το πρόβλημα εμφανίζεται τόσο απλοϊκά, που αναρωτιέσαι για ποιο λόγο άλλοι σκηνοθέτες αποτυγχάνουν παταγωδώς να εφαρμόσουν παραπλήσιες τεχνικές. Δυστυχώς όμως η δεύτερη πράξη αποτελεί την κοιλιά της ταινίας, η οποία ίσως ήταν και αναπόφευκτη.
Το φιλτράρισμα των χαρακτήρων γίνεται γρήγορα, χωρίς όμως να φεύγει ο Caesar από το πρωταγωνιστικό κάδρο. Όλα γίνονται από τη δική του οπτική πλευρά. Το κοινό συμπάσχει, χωρίς όμως να αφήνεται ολοκληρωτικά, ακόμη και στις πιο εγωιστικές του επιλογές. Η ισορροπία μεταξύ της ανθρώπινης και ζωώδους πλευρά φαίνεται ακατόρθωτη, δίχως όμως το κοινό να ανησυχεί για τις επιλογές του.
Σαν πραγματικός σωτήρας, πέφτει όσο πιο χαμηλά μπορεί. Φτάνει στα άκρα, αλλά τελικά μόνο μαζί μπορούν να νικήσουν, ως πραγματική αγέλη. Εξάλλου μιλάμε για ζώα, που έχουν πιο ξεκάθαρους ρόλους και θέσεις μέσα σε αυτή καθώς και έναν μόνο στόχο. Την επιβίωση.
Το λάθος της ταινίας είναι η προώθηση. Εδώ δεν μπορώ να πω περισσότερα, διότι άλλο περιμέναμε και άλλο μας ήρθε στην εξέλιξη της, με αποτέλεσμα να μην έχω αποφασίσει αν αυτό με ευχαρίστησε ή με απογοήτευσε. Σίγουρα με δυσαρέστησαν μερικές ατάκες που έλειψαν από την ταινία και είχαν χρησιμοποιηθεί στο trailer, αλλά τι να κάνουμε. Από τα πιο θετικά στοιχεία της πάντως ήταν η έλλειψη του γνωστού exposition, με εξαίρεση μία σκηνή που μαθαίνουμε για το παρελθόν και το κίνητρο του Colonel.
Στα αρνητικά της ταινίας σίγουρα θα βάλω το βαρύ της κλίμα. Και με τον όρο βαρύ εννοώ μελοδραματικό. Οπότε η λέξη War, αυτομάτως μεταφράζεται ως ψυχοσωματικό πόλεμο μεταξύ ιδεολογιών.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Πάμε στα ωραία τώρα. Για μία ακόμη φορά καταφέραμε να απολαύσουμε τον τιτανοτεράστιο Andy Serkis -και όχι Circus- ο οποίος έχοντας εμπειρία πολλών ετών, παίρνει την ταινία στους ώμους του. Mετά την επιτυχία του ως Gollum, ως Caesar ακόμη και ως Supreme Leader Snoke στο Star Wars The Force Awakens, είναι πλέον ο ηθοποιός που έχει κάνει τους περισσότερους και πιο γνωστούς “digital” ρόλους. Η υποκριτική του είναι τόσο καθηλωτική που δεν χορταίνεις να βλέπεις τον μικρόσωμο Caesar να σηκώνεται με απειλητικό βλέμμα και όλη την αγέλη να υποκλίνεται σε αυτό.
Αξίζει να αναφέρουμε πως είναι ιδρυτής της εταιρείας The Imaginarium Studios με έδρα το Λονδίνο. Εταιρεία που εξειδικεύεται στο motion capture, τεχνολογία που χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια στα video games, αλλά πλέον με την ραγδαία εξέλιξη της στην λεπτομέρεια, χρησιμοποιείται και στον cinema. Εκτός από την εν λόγω τριλογία, έχει συμβόλαια με ταινίες όπως Avengers: Age of Ultron (2015), Star Wars: Episode VII – The Force Awakens (2015) και άλλες.
Εδώ λοιπόν να αναφέρω πως τα εφέ ήταν καθηλωτικά, σε σημείο που σε κάνουν να σκέφτεσαι ότι δεν μπορούν να γίνουν καλύτερα. Ειδικά στα κοντινά πλάνα, τα πρόσωπα των πιθήκων είναι τόσο ζωντανά που πλέον τρομάζουμε με την εξέλιξη του τομέα.
Δεν θα σταθώ ιδιαίτερα στον Woody Harrelson διότι ο ρόλος του πρώτον δεν ήταν απαιτητικός και δεύτερον τον είδαμε τόσο λίγο που καταλάβαμε ότι μπήκε απλά για να δούμε ένα καλό όνομα.
Θα σταθώ σε έναν ακόμη, στον Steve Zahn. Ηθοποιός που ποτέ δεν μου κίνησε το ενδιαφέρον, εδώ όμως σίγουρα θα σου μείνει, διότι έχει τον ρόλο του Bad Ape. Μη νομίζετε ότι θα δείτε κάποιο θηρίο. Αντιθέτως είναι ο καλοκάγαθος της ταινίας, που μοιράζει τις καλύτερες ατάκες για να ελαφρύνει λίγο το βαρύ κλίμα της ταινίας.
Στην σκηνοθετική καρέκλα για 2η φορά στο franchise, ο Matt Reeves. Με αρκετά σενάρια στο βιογραφικό του και την ταινία Let me in να είναι η πρώτη επιτυχία, ο 50χρονος καλλιτέχνης είναι σε θέση πλέον να αναλάβει πιο σοβαρά project (βλέπε Batman) και εδώ μας απέδειξε ακριβώς αυτό. Μελέτησε καλά τα πλάνα του και το σενάριο γραμμή γραμμή μιας και έβαλε το χεράκι του, δίνοντας τη χροιά που πρέπει. Τα κοντινά του κάδρα απλά υπέροχα, όμορφα στημένα και σχεδιασμένα. Τα μακρινά συνθέτουν πίνακα ζωγραφικής και η δράση συνοδεύεται από editing υψηλού επιπέδου. Μαζί του έφερε και τον Michael Seresin ως DP από το προηγούμενο Planet of the Apes.
Στη μουσική τα πράγματα δεν ήταν τόσο ρόδινα. Ναι μεν μας κάλυψες κ Michael Giacchino με την αφρικανική χροιά, αλλά δεν μπορώ να πω ότι επισκίασες την εικόνα ούτε μία φορά.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
To War for the planet of the Apes, κλείνει με όμορφο και συναισθηματικό τρόπο την τριλογία και το ταξίδι του Caesar. Κατά την ταπεινή μου άποψη είναι σαφώς καλύτερη από τις προηγούμενες δύο, χωρίς όμως να σημαίνει ότι δεν είχε στάδια βελτίωσης. Η διάρκεια της είναι αρκετά μεγάλη (2:20) το οποίο σημαίνει ότι θα μπορούσαν τα πράγματα να γίνουν ελάχιστα πιο σφιχτά. Πολλοί χαρακτήρες μπήκαν μέσα ως ηθικά διδάγματα και όχι ως πραγματική ουσία. Επίσης αν μπορείτε, μη δείτε προωθητικό υλικό της ταινίας, διότι άλλο θα περιμένετε και άλλο θα δείτε.
Σε γενικές γραμμές μιλάμε για μία ταινία υψηλού επιπέδου και budget (150 εκατ. δολαρίων), με προσοχή στη λεπτομέρεια και στα εφέ, μίας και υπάρχουν ελάχιστα κάδρα που δεν βλέπουμε πιθήκους. Ένα είναι βέβαιο, θα βγείτε από την αίθουσα ευχαριστημένοι και εντυπωσιασμένοι.