Lydia ή Lynda (TÁR)

Πολλοί λένε πως όταν ανελιχθείς μέσα σε μια κοινωνία και μπεις με τσαμπουκά, διεκδικήσεις την θέση σου και τα καταφέρεις αποτελεί την αρχή του τέλους σου. Αλλάζεις το όνομα σου, για να το κάνεις πιο “πιασάρικο”, απομακρύνεσαι απ’ τις κοινωνικές απαρχές σου, ξεχνάς τους παλιούς σου φίλους (θα κάνω καινούργιους μέσα απ’ τη δουλειά), παθαίνεις ανοσία στις δυσκολίες, γίνεσαι σκυλί του πολέμου για να μπορείς να επιβιώσεις μέσα σ’ αυτό τον ανθρωποφάγο σύστημα. Όλα αυτά απλά για να σε σέβονται οι συνάδελφοι σου, να θεωρείσαι επιτυχημένος στον τομέα σου, στην τελική να νιώθεις καλά με τον εαυτό σου βρε αδελφάκι μου.

Πολλά ειπώθηκαν για την καινούργια, οσκαρική, μάλλον, ταινία του Todd Field, ο οποίος μετά τα εξαιρετικά “In the bedroom” και “Little Children” υπογράφει την τρίτη του σκηνοθετική δουλειά, το “Tar” με ένα ρόλο κομμένο και ραμμένο για τα μέτρα της ανεπανάληπτης Cate Blanchett.  Με φόντο το πολυπαιγμένο #metoo του 2023 ο Αμερικάνος σκηνοθέτης επιλέγει να φτιάξει ένα πορτρέτο το οποίο ήξερε (και ήθελε) ότι θα προκαλέσει πολυποίκιλες αντιδράσεις. Μία γυναίκα διευθύντρια της ορχήστρας του Βερολίνου και καθηγήτρια σε ακαδημία μουσικής, λεσβία στη σεξουαλική της προτίμηση με γυναικά την αρχηβιολιτζού της ορχήστρας και κόρη υπεπροστατευμένη με πολύ κακώς εννοούμενη αγάπη. Όλοι θα πούνε, ο τέλειος χαρακτήρας για να περάσεις το φεμινιστικό σου μήνυμα, γυναίκα, λεσβία, μουσικός, διευθύντρια ορχήστρας, όμως ο Todd Field, ως πανέξυπνος, χτίζει για τη Lydia Tar μια αυταρχική, εξουσιαστική φιγούρα, αγενής πολλές φορές και με συναδέλφους της και με την γραμματέα της, παρουσιάζεται ως μια γυναίκα που την ελέγχει η καριέρα της, δεν είναι διατεθειμένη να αποτύχει σε τίποτα. Η Tar βυθισμένη στην επιτυχία της δεν έχει καταλάβει ότι με τη υπεύθυνη θέση που έχει αναλάβει, αποτελεί το παράδειγμα για τους σπουδαστές της.

                                                                                                                                                                                    

Όμως γιατί το έκανε τώρα ο Todd Field ; ξύπνησε μια μέρα και είπε θα αποδομήσω το #metoo, σίγουρα και στις δύο προηγούμενες ταινίες του, ασχολήθηκε με την ανθρώπινη ψυχολογία και την βαθιά άρνηση πάνω στην πραγματικότητα, όμως μετά από δεκαεφτά χρόνια κάτι τον ωθεί να δημιουργήσει μια ιστορία που θα συνδέει τόσο άμεσα τον υπνωτισμό της εξουσίας με τη θέση της γυναίκας σε μια πατριαρχική κοινωνία. Κατά την γνώμη μου βασικό μέλημα του Field ήταν να καταδείξει την μεταμόρφωση του ανθρώπου σε ένα ον απόλυτα αφελή, δεν καταλαβαίνει τις συνέπειες των πράξεων του, θεωρεί ότι είναι στο απυρόβλητο, η Tar έπαθε εξουσία,  παρέλυσε, έχασε τα πάντα χωρίς να το καταλάβει, συνειδητοποιώντας έτσι ότι η κορυφή με τον πάτο είναι πολύ πιο κοντά απ’ ότι νόμιζε.

Από εκεί παίρνει το νήμα η ταινία και κατασκευάζει έναν αγώνα δρόμου ενάντια στο χρόνο, βλέπουμε μετρονόμους, ρολόγια, το βράδυ τζόκινγκ, μια γυναίκα που μπερδεύει τα προσωπικά με τα επαγγελματικά της, ξεχνά οτιδήποτε έχει συμβεί στο παρελθόν, τα οποία μπορεί να της δυσκολέψουν τη ζωή στο σήμερα, αγνοεί οποιαδήποτε στιγμή αγάπης (εκτός απ’ την κόρη της) ότι και να κάνει θεωρεί ότι ο κόσμος της χρωστάει για το τεράστιο έργο της. Ξεκινά με απόλυτη αυτοπεποίθηση εκμεταλλευόμενη τον κύκλο της, το σύστημα δηλαδή που υπηρετεί και καταλήγει να εκ διώχνεται απ’ το ίδιο, λόγω ενός σκανδάλου του παρελθόντος που θα επιφέρει εσωτερικά ζητήματα στο σύστημα. Τα γεγονότα την ξεπερνάνε, στην κυριολεξία απ’ την μια στιγμή στην άλλη βρίσκεται απ’ το ολόχρυσο βάθρο, στο πιο Dark σημείο της, σε μια συγκλονιστική και ενοχλητική σκηνή αγνοώντας την κατάσταση μπαίνει τσαμπουκαλεμένη και χτυπάει τον αντικαταστάτη της, στην ορχήστρα. Όσον αφορά την πρωταγωνίστρια Cate Blanchett, ο σκηνοθέτης σε ερώτηση δημοσιογράφων που είχε να κάνει με την επιλογή της εν λόγο ηθοποιού απάντησε : “Μα τι με ρωτάτε ; δεν την βλέπετε πως παίζει;” θα συμφωνήσουμε απόλυτα, μια απ’ τις συγκλονιστικότερες ερμηνείες των τελευταίων ετών, η Blanchett ξέρει τέλεια να ταιριάξει την αντίθεση, απ’ την σιγουριά ότι το έργο της υποσκελίζει την ναρκισσιστική συμπεριφορά της, μέχρι την συνειδητοποίηση ότι όλα χάθηκαν. Παίζει με τεράστια άνεση, το απίστευτο είναι πως όλοι πίστεψαν ότι η Lydia Tar είναι υπαρκτό πρόσωπο, αυτό φανερώνει την ανθρώπινη αλήθεια (ή και ψέμα πολλές φορές) που γράφει ο Todd Field στο πορτρέτο της Tar.

Αν θέλαμε να απομονώσουμε δύο σκηνές για να τονίσουμε την τεράστια αντίθεση αρχή και τέλους, το υποδειγματικό ταξίδι χαρακτήρα και να το συνδέσουμε με τον ταξικά παραληρηματικό πρόλογο, θα ήταν η πρώτη σκηνή οπού η Lydia Tar διδάσκει μουσική στήνοντας στον τοίχο με αυταρχικό τρόπο ένα νέο παιδί για τις πολιτικές ανησυχίες του, τονίζοντας του ότι στο χώρο της μουσικής πρέπει να διαχωρίζουμε τον καλλιτέχνη σαν άνθρωπο, απ’ το έργο του, φέρνοντας ως παράδειγμα τον Μπαχ, κάτι το οποίο γυρνάει μπούμερανγκ στην ίδια, αφού οι εξωτερικές της υποθέσεις την οδηγούν στην αμφισβήτηση της ως άνθρωπο και κατ’ επέκταση ως μουσικό. Σε μια απ’ τις τελευταίες σκηνές του φιλμ, η Tar έχοντας λοιδορηθεί απ’ τα media για τις ενδεχόμενες γκάφες της, γυρνάει στο παλιό σπίτι της, συναντάει τον αδερφό της ο οποίος τη φωνάζει Lynda, φαίνεται να ήταν το όνομα της πριν τον αλλάξει σε Lydia, και συνεχίζει λέγοντας της, πως φαίνεται δεν έχεις καταλάβει τι έχεις κάνει, ούτε από που προέρχεσαι, ούτε που θα καταλήξεις. Η Tar παράτησε τα πάντα πίσω της για να κυνηγήσει το όνειρο της, με λάθος χειρισμούς όμως και δέσμια του συστήματος που είχε ορκιστεί να υπηρετεί, κατέληξε “ακυρωμένη” (cancel culture), καταλαβαίνοντας ίσως το πόσο αναλώσιμη ήταν.

Πάντως, σε ότι αφορά τα #metoo θέματα η ταινία δεν νιώθω ότι πήγε να πει κάτι συγκεκριμένο, ίσως μια γυναίκα η οποία αποκτηνώνεται για να μπορέσει να επιβιώσει σε έναν πατριαρχικό, ανδροκρατούμενο χώρο, βρίσκεται σε πολύ βαθύ επίπεδο μέσα στο σενάριο του Field, στα δεύτερα-τρίτα επίπεδα η αναμέτρηση με τα πάθη της, η ξαφνική και ανεξήγητη επιστροφή φαντασμάτων απ’ το παρελθόν, η καταδίκη της απ’ τα σκληρά media και ο πόλεμος να παλαντζάρει την κοινωνική εικόνα της με το δυναμικό, ισχυρογνώμον του χαρακτήρα της καταλαμβάνουν τις βασικές θεματικές που ο σκηνοθέτης ήθελε να θίξει. Μερικές φορές στο σινεμά του φεστιβάλ, κυριαρχεί το κλισέ, “πρέπει να το νιώσεις και μετά να το βιώσεις”, αυτή είναι μια περίπτωση που ισχύει εκατό τις εκατό, μια ταινία που καλώς ή κακώς σε δείχνει με το δάχτυλο της, δεν σου ζητάει κινηματογραφικές γνώσεις ή διανοούμενη λογική, χρειάζεται μόνο ορθάνοιχτο μυαλό και καρδιά έτοιμη να δεχτεί πρωτότυπα σκηνικά για μια οσκαρική ταινία.

Γιατί όμως το “Tar” είναι ένα αριστούργημα και μάλλον η καλύτερη ταινία της χρονιάς(ας περιμένουμε λίγο ακόμα) ; δεν είναι ούτε για την τέλεια ερμηνεία της Blanchett, ούτε για την οπερατική μουσική της Hildur Guonadottir, ούτε για την υποδειγματικά μυστήρια σκηνοθεσία του Todd Field. Το σενάριο και οι ιδέες προσφέρουν την μεγαλειότητα στο συγκεκριμένο φιλμ, μια ταινία που πετάει το μπαλάκι σε εμάς, θέλει να συνομιλήσει με το θεατή της, χωρίς να δίνει το βοήθημα με τις απαντήσεις μαζί, επιχειρεί να σε κάνει να τη σκεφτείς και το βράδυ που θα ξαπλώσεις στο κρεβάτι, να διαλέξεις εσύ αν ήταν δίκαιο αυτό που έπαθε η Tar, ήταν τελικά θύμα ή θύτης; αν κάτσουμε να αναλογιστούμε, θα δούμε ότι ο χρόνος  αναδεικνύει μια ταινία σε επιτυχημένη.
Από εμάς, καλή συνέχεια στην Lydia ή Lynda…