Τα αδέρφια Τόνι και Νοέ περνούν τις μεγάλες, βασανιστικές μέρες του καλοκαιριού παίζοντας παιχνίδια τύχης και θανάτου – ώσπου ένα ατύχημα θα αλλάξει τη ζωή τους για πάντα. Δέκα χρόνια αργότερα, όταν επιστρέφουν στη μικρή πόλη στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής τους, διασταυρώνονται με την Κασάντρα, τον παιδικό τους έρωτα. Αλλά ακόμα και μετά από τόσο καιρό, τα αδέρφια εξακολουθούν να κρύβουν ένα μυστικό.
Αυτή ήταν η μοναδική περιγραφή που βρήκα για αυτήν την ταινία στο διαδίκτυο, ένα φιλμ αποκομμένο απ’ τα μεγάλα στούντιο βρήκε επιτέλους το δρόμο του στην Ελλάδα παίρνοντας διανομή για τις 3/8. Κάθε κινηματογραφικό καλοκαίρι έχει τα δικά του hit, είχαμε πριν λίγες εβδομάδες την επιστροφή του αγέραστου Τομ Κρουζ στα αγαπημένα κασκαντερικά του, πριν μια εβδομάδα την Greta Gerwig να σπάει ταμία και νεύρα με τον αθεράπευτα ναρκισσιστικό ροζ κόσμο της και βεβαίως το “Openheimer” του Chris Nolan (τέλη Αυγούστου στην Ελλάδα), με τους Αμερικανούς κριτικούς να κάνουν λόγο για την καλύτερη ταινία του Βρετανού σκηνοθέτη και μια απ’ τις καλύτερες τις τελευταίας δεκαετίας.
Υπάρχουν όμως και οι ταινίες που λέμε διαμαντάκια, ταινίες που δεν τις πιάνει το μάτι σου, βρίσκονται στα απόκρυφα σημεία των θερινών και περιμένουν να τις ανακαλύψεις και ταξιδέψετε μαζί το υπόλοιπο του καλοκαιριού σου, χωρίς φαμφάρες και ψηφιακά εφέ, χωρίς bigger than life stories και μπλε ακτίνες στον ουρανό, σου λένε “έλα δες με” και δεν θα χάσεις 2 ώρες απ’ τη ζωή σου. Καλό θα είναι να στηρίζουμε τις μικρές παραγωγές, κλείνει η παρένθεση.
Ας προσπαθήσουμε να ορίσουμε κάπως το “Summer Scars”, Γαλλική ταινία σε σκηνοθεσία Σιμόν Ριθ, με ξεκάθαρη επιρροή στα έργα του Ντέιβιντ Λιντς και περισσότερο σε ένα άλλο έργο που εμπνεύστηκε απ’ αυτόν, το “Donnie Darko”.
Όταν συμβεί ένα ατύχημα στο Τόνι η ζωή των δύο αδελφών δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδια, θα συνεχίσει να προστατεύει ο ένας τον άλλον, θα αγαπιούνται, θα μισιούνται, θα παίζουν ξύλο, θα γελάνε, όμως για πάντα θα τους συντροφεύει ένα τεράστιο μυστικό, ο Τόνι σκοτώθηκε και ο Νοέ τον επανέφερε με ένα φιλάκι στο στόμα, μια πορτοκαλί επιφάνεια λούζει την ατμόσφαιρα, ένα βαθύ βουητό σκεπάζει το Ηλιόλουστο βραχώδες τοπίο, ο Τόνι για ανεξήγητους λόγους είναι ζωντανός, μιλάμε για την υπέρτατη αδελφική πράξη αυτοθυσίας, οι δυο τους, όταν οι γονείς τους χωρίζουν και μετακομίζουν στο Παρίσι, ορκίζονται να μην αφήσει ποτέ ο ένας τον άλλον και να μην αποκαλύψουν το μυστικό τους, ούτε καν στον κοινό μεγάλο τους έρωτα την Κασάντρα.
Αν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε με κάποιο είδος τη συγκεκριμένη ταινία θα έλεγα πως συγκαταλέγεται στο δράμα-αίσθημα-φαντασία, στην πραγματικότητα το “Summer Scars” είναι μια σουρεαλιστική ιστορία ενηλικίωσης, που ασχολείται με τα όρια της αδελφικής αγάπης, την σκοτεινή πλευρά του ιδανικού καλοκαιρινού έρωτα και της διαχείρισης της απώλειας κάποιου αγαπημένου προσώπου. Η ατμόσφαιρα του καλοκαιριού απεικονίζεται υπέροχα στο φακό, ο ρεαλισμός της καλοκαιρινής υπαίθρου κοντράρεται για τα καλά με το μεταφυσικά σκοτεινό παρελθόν των δύο παιδιών, ο Τόνι φαίνεται να καταδικάστηκε σε ένα αιώνιο βασανιστήριο, την ηδονή του θανάτου, έτσι ζητάει ανελλιπώς απ’ τον Νοέ να τον σκοτώνει και να τον επαναφέρει με το φιλί του, κάθε φορά το πορτοκαλί πέπλο προστατεύει τον Τόνι και του δημιουργεί ένα καινούργιο σώμα έτοιμο να ξαναπεθάνει και να αναστηθεί απ’ τις στάχτες του.
Το σενάριο υπερτονίζει την ψυχική καταπίεση και τον εγκλωβισμό των χαρακτήρων, η ένταση είναι πανταχού παρούσα αλλά δεν γιγαντώνεται ποτέ με την αδιαλλαξία και την αντιζηλία των δύο αδερφών να κορυφώνεται όταν μετά από χρόνια ο μικρός Νοέ θα κάνει σχέση με την Κασάντρα, η πλοκή σιγοκαίει από το πρώτο λεπτό ενώ μάταια ο θεατής περιμένει το λυτρωτικό της ξέσπασμα. Πολύ απλά, διότι το “Summer Scars”, ενώ είναι φτιαγμένο για να σε κάνει να αμφιβάλλεις για το τι συμβαίνει με την πλοκή του, ενώ σε καλεί να αποφασίσεις εσύ τι βλέπεις, όχι απλά δεν γίνεται ποτέ ένα τέχνασμα που θέτει αυτή την ιδιαιτερότητά του πάνω από το περιεχόμενο, αλλά το κάνει με αμιγώς κινηματογραφικό τρόπο και όχι παραβιάζοντας τους κανόνες του σινεμά κάνοντάς τους βιντεοπαιχνιδίστικους. Διότι ανοίγει αληθινούς διαλόγους, δεν τους κλείνει απλά πατώντας ένα κουμπί επιλογής. Διότι καλεί τον θεατή να αναλάβει στα αλήθεια την ευθύνη της οπτικής γωνίας που θα οικειοποιηθεί, όχι απλά να πατήσει ανώδυνα ένα κουμπί και να ξεμπερδεύει.
Ο Τόνι μη αντέχοντας τη ζωή την οποία καταδικάστηκε να διαχειρίζεται καθημερινά, φτάνει στα άκρα, πνίγει την Κασάντρα για να προκαλέσει την απόλυτη οργή του αδελφού του, ο Τόνι δεν θέλει πια να ζει και ο Νοέ τον αφήνει, σαν η μεταφυσική σύνδεση τους να έφτασε σε μια κορύφωση, ο Νοέ θα επαναφέρει την Κασάντρα και θα μείνει για πάντα μαζί της, ο Τόνι δεν θα χρειάζεται να ανησυχεί για τον μικρό του αδελφό, το πνεύμα του θα τον προστατεύει για πάντα.
Όσον αφορά τη σκηνοθεσία του Σιμόν Ριθ, στο ντεμπούτο του σε μεγάλου μήκους ταινία, κάνει θαύματα με την κάμερα, παρουσιάζοντας ένα άκρως ρεαλιστικό καλοκαιρινό τοπίο, τα δέντρα σαπίζουν, η ξηρασία αυξάνεται και η ζέστη είναι αφόρητη, όμως η ομορφιά του ουρανού και η φωτεινότητα του φεγγαριού τα υπερκαλύπτει. Η αντιπαλότητα υποβόσκει και η αναπόφευκτη σύγκρουση νιώθεις ότι από στιγμή σε στιγμή έρχεται. Ξεκάθαρα ο σκηνοθέτης έχει βάλει προσωπικά του βιώματα μέσα στην ταινία, στο τέλος μετά το “Fade to black” πέφτει η αφιέρωση προς την αδερφή του. Η meta προσέγγιση στο φιλμ φαίνεται απ’ την επιλογή του καστ, δύο αδέλφια στην πραγματική ζωή, ο Simon Baur και ο Raymond Baur ερμηνεύουν πολύ ώριμα δύο σχεδόν κατεστραμμένους έφηβους που οι δυσκολίες της ζωής τους έφερε πιο κοντά, το αν ήταν με το σωστό ή με το λάθος τρόπο θα το αποφασίσετε εσείς. Επίσης η μουσική έχει ένα σινθ τόνο που μοιάζει αλλόκοτος μπροστά στην δράση που παρακολουθεί ο θεατής, όμως με κάποιο περίεργο τρόπο ταιριάζει σαν το λαγό στο “Donnie Darko”.
Γιατί λοιπόν το “Summer Scars” αποτελεί το απόλυτο διαμαντάκι της φετινής χρονιάς, διότι καταφέρνει να πληρεί τις προϋποθέσεις ενός καλοκαιρινού ερωτικού τριγώνου, λες και βγήκε απ’ το μυαλό του Λούκα Γκουαντανίνο, μιας ιστορίας ενηλικίωσης, βγαλμένο απ’ τις αναμνήσεις της Σελίν Σιαμά και ενός σουρεαλιστικού ονειρικού γρίφου παραδομένου απ’ το υποσυνείδητο του Ντέιβιντ Λιντς.
Τρέξτε στο σινεμά να το δείτε!