Σε μια άκρως απόρρητη ερευνητική εγκατάσταση στη δεκαετία του 1960, μία μοναχική επιστάτης σχηματίζει μια μοναδική σχέση με ένα αμφίβιο πλάσμα που κρατείται σε αιχμαλωσία.
Elisa: If we do nothing, neither are we.
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Τι είναι αυτό που μας κάνει διαφορετικούς; Τι είναι αυτό που μας βάζει στο περιθώριο; Γιατί ο άνθρωπος φοβάται το διαφορετικό; Αυτά είναι λίγα από τα ερωτήματα που θέτει ο παραμυθάς του σύγχρονου κινηματογράφου Guillermo del Toro στη νέα του ταινία, η οποία έχει κατακτήσει όχι μόνο τις καρδιές του κοινού αλλά και των κριτικών, καθώς μέχρι στιγμής έχει 2 χρυσές σφαίρες και 13 υποψηφιότητες για όσκαρ. Είναι όμως τόσο καλή όσο ακούγεται;
Η ταινία μπλέκει τόσες θεωρίες και τόσους προβληματισμούς που η αντικειμενικά μεγάλη, για την βασική ιστορία, διάρκεια της (2 ώρες και 3 λεπτά) δεν επαρκεί. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε ένα γρήγορο στόρι, έτσι ώστε να υπάρξει χρόνος για να ειπωθεί ότι άλλο απασχολεί τον del Toro, ή καλύτερα να πω, ότι απασχολεί την σύγχρονη και μη κοινωνία και ο del Toro το αποτυπώνει με τον δικό του μοναδικό τρόπο.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Η ταινία μας παρουσιάζει τον κεντρικό χαρακτήρα, μία γυναίκα μουγκή και χαμηλών τόνων, που δουλεύει βραδινή βάρδια στον καθαρισμό μια απόρρητης ερευνητικής εγκατάστασης. Εκεί γνωρίζει ένα ανθρωπόμορφο αμφίβιο ον, το οποίο κρατείται αιχμάλωτο, προς έρευνα και πειραματισμό. Μεταξύ τους αναπτύσσεται μία άκρως συναισθηματική σχέση που καταλήγει σε ερωτική.
Αμερική εναντίων Ρωσίας, για μία ακόμη φορά, προς την κατάκτηση του διαστήματος και όχι μόνο. Βρισκόμαστε όμως στη δεκαετία του 60, όπου έχουμε και την έξαρση του ρατσισμού (όχι ότι σήμερα έχει καταλαγιάσει) και τον εξοστρακισμό των ομοφυλόφιλων.
Ρατσισμός, περιθωριοποίηση του διαφορετικού και όλα αυτά υπό την ομπρέλα του R rated, το οποίο μας έδωσε απλόχερα, σκηνές αυνανισμού, σεξ και βίας. Και όλα αυτά γιατί; Έχουμε ανάγκη να δούμε μία ταινία η οποία είτε δεν μπορεί να αποφασίσει σε ποιο είδος κοινού απευθύνεται, είτε μπλέκει την φαντασία με την πραγματικότητα για να ενισχύσει την έξαρση των κραυγαλέων συναισθημάτων.
Η ταινία αποτυγχάνει να πει την ιστορία της, η μάλλον την βασική ιστορία της, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα άβολο love story. Μία σχέση που είτε θα τελειώσει άδοξα, είτε θα γίνει το εξωπραγματικό για χάριν του happy end. Αντιθέτως, μας παρουσιάζει αρκετούς χαρακτήρες οι οποίοι δεν αναπτύσσονται, αλλά μένουν εκεί για να μας δείξουν πόσο καταπιεσμένοι είναι. Η κοινωνία είναι άδικη, το γνωρίζουμε πλέον καλά και ο del Toro πράττει έξυπνα. Χτυπά βαθιά στις καρδιές της μάζας, που έχουν βγει πλέον στην επιφάνεια, ζητωκραυγάζοντας την διαφορετικότητα τους.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Ο Guillermo Del Toro γράφει και σκηνοθετεί αυτό το ερωτικό/εκπαιδευτικό ντοκιμαντέρ το οποίο ξεκίνησε από το 2011. Ήξερε πως όσο πιο πολύ το αργήσει τόσο μεγαλύτερη θα είναι η επιτυχία της ταινίας του. Χρηματοδότησε ο ίδιος συνεργείο για να γίνει ο σχεδιασμός των χαρακτήρων και του εργαστηρίου της ταινίας. Σε μια του συνέντευξη είπε πως εάν αυτή η ταινία δεν πάει καλά, θα εγκαταλείψει την σκηνοθεσία για πάντα. (ουδέν σχόλιο).
Ας πούμε όμως και τα θετικά του. Σαν σκηνοθέτης πάντα μας μαγεύει με την προσοχή στη λεπτομέρεια τα όμορφα πλάνα του και τον ωραίο ρυθμό. Η κάμερα ανήσυχη, κινείται διαρκώς και τα χρώματα μουντά. Σκοτάδι και βροχή πλαισιώνουν τους χαρακτήρες ενώ το φως της ημέρας το βλέπουμε ελάχιστα. Συνδυάζει ρομαντισμό (με μουσική που θυμίζει ρατατούη) και απαισιοδοξία, σαν μια πιο σκοτεινή βερσιόν του Hellboy (ο ίδιος αρνήθηκε την οποιαδήποτε ομοιότητα). Στοιχεία καλογυρισμένου μιούζικαλ, έκαναν δειλά την εμφάνιση τους και μας έδωσαν μια ανάσα από την μουντάδα.
Στο ρόλο της Elisa η Sally Hawkins (Godzilla) η οποία υπήρξε η μοναδική επιλογή του del Toro. Πράγμα το οποίο ισχύει και για τον μοναδικό Michael Shannon (Nocturnal Animals) ο οποίος όμως δεν προσφέρει το κάτι παραπάνω από αυτό που τον έχουμε δει να κάνει ξανά και ξανά. Ο Richard Jenkins (White House Down) στον ρόλο του γκέι ζωγράφου και φίλου της Elisa, ενώ σίγουρα θα σου μένει η μοναδική Octavia Spencer (Hidden Figures) η οποία είναι πέρα για πέρα απολαυστική όπου και αν την έχουμε δει. Τέλος αξίζει να αναφέρουμε πως στον ρόλο του αμφίβιου είναι ο Doug Jones (Hellboy) ο οποίος χρειαζόταν 3 ώρες κάθε μέρα για να μπει στην στολή του, αλλά δήλωσε πως αυτό δεν ήταν τίποτα σε σχέση με προηγούμενες ταινίες του del Toro.
H μουσική ανήκει στον Alexandre Desplat (Argo). Δεν γνωρίζω αν ήταν δική του επιλογή ή επηρεάστηκε από το όραμα του del Toro για το είδος, αλλά καθόλη τη διάρκεια της ταινίας αν κλείσετε τα μάτια σας, θα νομίζετε πως βλέπετε ένα ρομαντικό love story με φόντο το Παρίσι! Δεν ξέρω αν μου κούμπωσε, αλλά σίγουρα δεν θα σας μείνει.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Η ταινία μπλέκει τόσες έννοιες και ιστορίες που για να κρατηθεί στα λογικά πλαίσια δεν αναπτύσσει σχεδόν καμία. Ακόμη και η κεντρική της γίνεται βεβιασμένα. Και ο έρωτας της πρώτης ματιάς, οδηγεί τα πάντα. Ο Guillermo Del Toro, φέρθηκε έξυπνα. Δεν κράτησε την ταινία στα επίπεδα του Τιτανικού. Έχοντας μόνο δύο χαρακτήρες που δεν μπορούν να χαρούν τον έρωτα τους, αλλά και πολλούς άλλους που δεν μπορούν να χαρούν τη ζωή. Σίγουρα το R rating θα μπορούσε να λείψει, αλλά έγινε για κάποιον σκοπό. Εάν είστε λάτρης τέτοιων ιστοριών ή ταυτίζεστε με τους εν λόγω χαρακτήρες, μπορεί να την απολαύσετε, διότι η παρουσίαση γίνεται μέσα από το πρίσμα της φαντασίας. Αν δεν σας αγγίζουν τέτοιου είδους ιστορίες, απομακρυνθείτε από τις σκοτεινές αίθουσες. Ένα είναι σίγουρο, αν η ταινία έβγαινε 20 χρόνια πριν, δεν θα είχε προταθεί για 13 όσκαρ.
5 ΙΣΠΑΝΙΚΑ ΘΡΙΛΕΡ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ