Ο Tony Webster ζει μια ήρεμη ζωή, μέχρι που, κάποια μέρα, λαμβάνει ένα παράξενο κληροδότημα που επαναφέρει στη μνήμη του το μακρινό παρελθόν του.
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Το «The Sense of an Ending» είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Ritesh Batra που έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με την ταινία «The Lunchbox», μια συγκινητική δραμεντί που κέρδισε κοινό και κριτικούς. Εδώ ο Ινδός σκηνοθέτης και σεναριογράφος φαίνεται να κινείται σε παρόμοια αισθητικά, πιο δύσκολα όμως νοηματικά μονοπάτια επιλέγοντας να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το ομώνυμο μυθιστόρημα του Βρετανού συγγραφέα Julian Barnes.
Ο στόχος, τόσο του βιβλίου όσο και της ταινίας, είναι, με αφορμή την αναδρομή του Tony Webster στο παρελθόν του, να ξεκινήσει ένα στοχασμό γύρω από τις έννοιες της μνήμης, της ιστορίας, του παρελθόντος, της νοσταλγίας. Το πρώτο που σκεφτόμαστε λοιπόν είναι η αντικειμενική δυσκολία να μεταφερθεί στον κινηματογράφο ένα βιβλίο με περισσότερο φιλοσοφικό χαρακτήρα που δε βασίζεται τόσο στο storytelling όσο στις σκέψεις και τους προβληματισμούς που θέλει να διαπραγματευτεί. Η μεταφορά του Batra δεν αποτυγχάνει πλήρως σε αυτό τον τομέα, αλλά όπως είναι φυσιολογικό, ενώ ο κεντρικός ήρωας βρίσκει το «ένα κάποιο τέλος» που ψάχνει, ο θεατής μένει με το αίσθημα του ανολοκλήρωτου.
Ενώ ο σκηνοθέτης μεταφέρει τις περιπλανήσεις του Tony Webster στα φοιτητικά του χρόνια με πολύ ενδιαφέρον και στυλιστικά άρτιο τρόπο και συνθέτει, με τη βοήθεια των εξαιρετικών ερμηνειών, ένα συγκινητικό δράμα, εν τέλει ο θεατής νιώθει ότι δεν εισπράττει όλα όσα θα μπορούσε δυνητικά η ιστορία να του προσφέρει. Παρόλο που τίθενται κάποια πολύ ενδιαφέροντα ερωτήματα μέσα στην ταινία, όπως το κατά πόσο η «ιστορία της ζωής μας» είναι πράγματι όπως θέλουμε να την αφηγούμαστε ή αν έχει πράγματι αξία να επιστρέφουμε στο παρελθόν μας και αν αυτό έχει πράγματι κάτι να μας προσφέρει, τελικά αυτά δεν θίγονται στο βάθος που θα θέλαμε. Με έναν τρόπο δηλαδή είναι σαν η ταινία να προσπαθεί συνεχώς να μας δώσει κάτι εξαιρετικό και τελευταία στιγμή να το παίρνει μακριά.
Δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση πάντως να ισχυριστούμε ότι το «The Sense of an Ending» αποτυγχάνει σε όλα τα επίπεδα. Είναι μια πολύ όμορφη αισθητικά ταινία που καταπιάνεται με ένα πολύ δύσκολο θέμα. Ένα θέμα μάλλον που δεν ήταν εξαρχής προορισμένο για την μεγάλη οθόνη και που πιθανώς να αναδεικνύεται πολύ καλύτερα παραμένοντας στο χαρτί. Το αποτέλεσμα πάντως είναι ότι μετά το πέρας της ταινίας ο θεατής δεν μένει απογοητευμένος. Έχει συγκινηθεί αρκετά, έχει προβληματιστεί σε ένα βαθμό και, χωρίς αμφιβολία, έχει απολαύσει τις εξαιρετικές ερμηνείες που την πλαισιώνουν.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Το «The Sense of an Ending» είναι η δεύτερη σκηνοθετική προσπάθεια του Ritesh Batra ο οποίος φαίνεται μέχρι στιγμής να κινείται σε συγκεκριμένα μονοπάτια, επιλέγοντας συγκινητικές, χαμηλών τόνων ιστορίες τις οποίες διαχειρίζεται με την ίδια λιτότητα στην αφήγηση αλλά και την αισθητική του. Σκηνοθετικά η συγκεκριμένη ταινία είναι πάρα πολύ ικανοποιητική και ο Batra διαχειρίζεται με υπέροχο τρόπο τα χρονικά «σκαμπανεβάσματα» που απαιτεί η ιστορία. Υπάρχουν στιγμές που οπτικοποιεί άριστα τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η μνήμη, στιγμές που τοποθετεί τον γερασμένο πια Tony μέσα στον «κόσμο της μνήμης του» και στιγμές που ακολουθεί πιο παραδοσιακή αφήγηση με απλά flashbacks. Το γεγονός είναι όμως ότι μάλλον προσπαθεί να καλύψει με τη σκηνοθεσία το κενό που προκύπτει από την αδυναμία του σεναρίου να μεταδώσει το πνεύμα του βιβλίου.
Ο σεναριογράφος Nick Payne κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια η οποία όμως αποδεικνύεται ανεπαρκής. Φυσικά, καμία κινηματογραφική μεταφορά λογοτεχνικού έργου (ιδιαίτερα αν πρόκειται για αξιόλογο λογοτεχνικό έργο) δεν μπορεί ποτέ να αγγίξει το εκατό τοις εκατό της πρώτης ύλης, όμως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην παράληψη στοιχείων, που δεν αλλοιώνουν το νόημα του αρχικού έργου, και στην αλλοίωση αυτού του νοήματος προς χάριν της κινηματογραφικής αφήγησης.
Αναμφίβολα πάντως το δυνατό χαρτί της ταινίας είναι οι ερμηνείες της και συγκεκριμένα ο Jim Broadbent. Ένας ηθοποιός που τον έχουμε συνηθίσει σε μικρότερους αλλά αξιομνημόνευτους ρόλους, ο Broadbent δίνει εδώ μια άρτια ερμηνεία, που αντλεί τη δυναμική της περισσότερο από τη θεατρική, παρά από την κινηματογραφική καριέρα του. Αν και χαμηλών τόνων, είναι μια ερμηνεία γεμάτη γεμάτη από ειλικρίνεια και αυθεντικότητα που, ίσως και λόγω θέματος, φαίνεται να είναι η πιο προσωπική και εύθραυστη που έχουμε δει ποτέ από αυτόν. Αξιέπαινες είναι και οι ερμηνείες των νεαρών ηθοποιών που υποδύονται τους χαρακτήρες στις αναδρομές, ενώ τις εντυπώσεις κερδίζει, όπως πάντα, η εκπληκτική Charlotte Rampling, σε ένα ρόλο μικρό αλλά κρίσιμο. Το υπόλοιπο καστ συμπληρώνουν η Harriet Walter, η Michelle Dockery και η Emily Mortimer.
Η μουσική είναι λιτή και κομψή, δένει με την εικόνα και επιτυγχάνει γενικά το σκοπό της, χωρίς να είναι κάτι το αξιομνημόνευτο.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Το «The Sense of an Ending» είναι μια ταινία που σίγουρα αξίζει το χρόνο σας. Παρόλο που δε θα τη χαρακτηρίζαμε αριστούργημα, πραγματεύεται ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και δύσκολο θέμα. Αν και εκ πρώτης όψεως μπορεί να αφορά περισσότερο άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, η νοσταλγία είναι ένα συναίσθημα από το οποίο κανείς δεν μπορεί να εξαιρεθεί. Αν όμως υπάρχει ένας λόγος για τον οποίο οπωσδήποτε αξίζει να δείτε την ταινία είναι ο Jim Broadbent, σε ένα ρόλο όπως κανένας από αυτούς που τον έχουμε συνηθίσει μέχρι τώρα, που καταφέρνει να ξετυλίξει το ταλέντο του σε όλο του το μεγαλείο και να φέρει στην επιφάνεια την πιο ευαίσθητη και προσωπική ερμηνεία του στον κινηματογράφο.