Kεντρική φιγούρα στην ταινία είναι η Val. Εκείνη εργάζεται ως εσωτερική για χρόνια κοντά σε μία πλούσια οικογένεια κάπου στο Sao Paolo. Η καθημερινότητά της επαναλαμβάνεται, μιας και η Val ασχολείται ολοκληρωτικά με όλες τις δουλειές του σπιτιού και ταυτόχρονα με τη φροντίδα του 17χρονου Fabinho, αφού η πολυάσχολη μητέρα του δεν έχει χρόνο ποτέ γι’ αυτόν. Η Val έχει αφήσει πίσω της μια κόρη, την Jessica, την οποία έχει να δει δέκα χρόνια.
Όταν ξαφνικά η Jessica ανακοινώνει την άφιξή της για σπουδές στην μητέρα της, η τελευταία καλείται να αντιμετωπίσει την ανυπάκουη, γεμάτη αυτοπεποίθηση κόρη της, η οποία συμπεριφέρεται με περισσή άνεση περνώντας χρόνο με τα αφεντικά του σπιτιού, αδιαφορώντας για τις συνεχείς παρατηρήσεις της μητέρας της. Έτσι οι ισορροπίες διαταράσσονται και τα μυστικά δεν θα αργήσουν να έρθουν στην επιφάνεια.
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
H “Δεύτερη Μητέρα” είναι το φιλμ πορτογαλικής παραγωγής, το οποίο διακρίθηκε φέτος με Βραβείο Κοινού στο Τμήμα Πανοράματος στο Φεστιβάλ Βερολίνου και με Ειδικό Βραβείο ερμηνείας (για τις Regina Case και Camila Mardila) στο Φεστιβάλ Sundance. Mία ταινία βαθιά ανθρώπινη, με αέρα μελαγχολίας, μα και αισιόδοξη, προτάσσοντας πρόσωπα και καταστάσεις στη Βραζιλία του σήμερα όπου κυριαρχούν οι κοινωνικές διακρίσεις και η περιθωριοποίηση των φτωχών τάξεων. Διαθέτει εικόνες από την καθημερινή ζωή, σκιαγράφηση γεγονότων, χαρακτήρων και χώρων με απλότητα και αμεσότητα, δίνοντας στον θεατή ευθέως ένα μήνυμα καρδιάς.
Το φιλμ στηρίζουν οι πετυχημένες αλλαγές από θορυβώδεις σκηνές και δυνατά πλάνα σε πιο ήρεμα και προσιτά, ώστε να τονιστεί η διαφορά ανάμεσα στις κοινωνικές κάστες που επικρατεί και αντιληφθεί ο θεατής την ουσία αυτών που προβάλλονται υπό την απουσία τρανταχτών και φανταχτερών στοιχείων. Συγκεκριμένα αυτός ο απλός, ρεαλιστικός αέρας που διαπνέει η σκηνοθεσία, αποτελεί έναν καμβά πάνω στον οποίο η σκηνοθέτης ζωγραφίζει τις ανθρώπινες σχέσεις και εξωτερικεύει ανησυχίες και καθημερινά βάσανα, σε μία εποχή που δειλιάζει μπροστά στα βασικά και πάλλεται συνεχώς.
Πρόσωπα αντιθετικά, με την πλούσια οικογένεια από τη μία να βρίσκεται απομονωμένη, ζώντας τη δική της μονότονη ζωή και την “ζεστή”, εγκάρδια Val από την άλλη να προστατεύει το σπίτι, δίνοντας μια νότα οικογενειακής γαλήνης και μητρικής φροντίδας μέσα στο ψυχρό σκηνικό, εξυψώνουν ακόμα περισσότερο την ταινία. Το “Que Horas Ela Volta” εξελίσσεται αργά αλλά σταθερά, διευρύνει ή συρρικνώνει ανάλογα το κινηματογραφικό κάδρο με βάση αυτά που θέλει να σου πει. Ακολουθεί μία σταθερά επανειλημμένη εικόνα για να βάλει τον θεατή μέσα στο ύφος της και κορυφώνει τα γεγονότα και τις καταστάσεις δημιουργώντας παράλληλα και μια κωμική διάσταση των πραγμάτων. Μέσα από κωμικοτραγικές καταστάσεις, οι οποίες μπλέκονται αριστοτεχνικά μεταξύ τους, αναδεικνύεται η δυσκολία να κρατηθούν ισορροπίες μέσα σε μία οικογένεια, στη σχέση μητέρας και κόρης και τη δυσχέρεια ένταξης σε έναν νέο κοινωνικό περίγυρο, λόγω αντιλήψεων.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Η σκηνοθεσία και το σενάριο είναι από την νεοφερμένη Anna Muylaert, η οποία καταγράφει στην πρώτη της δουλειά τρυφερά και ήσυχα τον “διπλό ρόλο” της Val μέσα στο σπίτι ως οικονόμος και μητέρα-αντικαταστάτρια και τις δυσκολίες που βιώνει για να προσαρμοστεί σε μία νέα πραγματικότητα. Η Muylaert προσπαθεί να αποκαλύψει τον βαθύτερο εσωτερικό κόσμο και τα θέλω των πρωταγωνιστών, περνώντας υπογείως και με διακριτικότητα την έντονη κοινωνική διαστρωμάτωση.
Πρωταγωνιστούν οι εκθαμβωτικές Regina Case και Camila Mardila, οι οποίες αποτελούν έναν εξαιρετικά πετυχημένο συνδυασμό ερμηνειών, ενώ το cast συμπληρώνεται από τους Karine Teles, Laurenco Mutarelli και Michel Joelsas. Ιδιαίτερα η Case στον πρωταγωνιστικό ρόλο δημιούργησε θετικότατα σχόλια με μία δραματική-κωμική ερμηνεία στην χαρακτηριστική τελευταία σκηνή στην πισίνα που δεν μπορεί παρά να μείνει στο μυαλό σου. Όσο για την μουσική της ταινίας, αυτή μπορεί να απουσιάζει σε ένα μέρος, αλλά τοποθετείται στα σωστά χρονικά σημεία και δίνει έναν ζεστό τόνο γεμάτο χρώμα και όμορφα συναισθήματα.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Όπως δηλώνει και ο τίτλος του, το “Que Horas Ela Volta”, εμπεριέχει μια γλυκιά θλίψη, έχει κάτι το αυθεντικό και απεικονίζει την κοινωνία του σήμερα της Λατινικής Αμερικής. Βγάζει έναν άκρατο συναισθηματισμό και ενώ είναι ένα ήρεμο φιλμ, παραμένει ευχάριστο και εύστοχο. Θα σου βάλει πράγματα στο μυαλό από ‘κει που δεν το περίμενες, όπως την ανάγκη για απομάκρυνση από την αδικία των κοινωνικών διακρίσεων και την συνεχή προσπάθεια στις ανθρώπινες σχέσεις. Μπορεί και να κλάψεις στο τέλος της.