Επτά άντρες με ξεχωριστές μαχητικές ικανότητες ο κάθε ένας, ενώνονται για να πολεμήσουν έναν κακό επιχειρηματία, που εκμεταλλεύεται μία μικρή πόλη και τους κατοίκους της. (Θα ήθελα να πω κι άλλα για την υπόθεση, αλλά αυτό είναι όλο κι όλο.)
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Αν ανήκουμε στην ίδια γενιά, ή έστω είχατε πατέρα που έβλεπε τα καουμπόικα με τη σέσουλα, τότε ο τίτλος θα σας ακούγεται γνωστός. Αυτό γιατί πρόκειται για το remake της γνωστής και ομότιτλης ταινίας The Magnificent Seven (1960) με τα ιερά τέρατα του παγκόσμιου κινηματογράφου Yul Brynner (1920–1985), Steve McQueen (1930–1980), Charles Bronson (1921–2003) και άλλους, με το κλασικό άσμα ασμάτων “Seven seven seveeen, the magnificent seven”. Το οποίο με τη σειρά του είναι remake του Οι Επτά Σαμουράι (1954) σε σενάριο και σκηνοθεσία Akira Kurosawa. Αν και ο πατέρας μου ήταν φανατικός του Giuliano Gemma (1938–2013) κατά κόσμων Montgomery Wood. Anyway.
Το story της ταινίας, απλό. Τόσο απλό, που από ένα σημείο και έπειτα ξεχνάς την ύπαρξη του. Όπως έχουμε πει όμως επανειλημμένα εδώ στον χώρο του filmakias.gr αυτό μερικές φορές δεν μπαίνει στην λίστα των αρνητικών σε μία ταινία. Η συμφωνία του αρχηγού με έναν κάτοικο της μικρής πόλης για προστασία έρχεται πολύ γρήγορα, όπως και η συμφωνία των υπόλοιπων χαρακτήρων.
H ομάδα αποτελείται από τον κυνηγό επικηρυγμένων, τον τζογαδόρο, τον παράνομο, τον σκοπευτή, τον δολοφόνο, τον πολεμιστή και τον ιχνηλάτη. Επτά ευχάριστοι και διαφορετικοί χαρακτήρες θα πρέπει να συμβιώσουν μέσα στην ίδια πόλη και να την προστατέψουν.
Η ταινία δεν ξεφεύγει από τα ευχάριστα κλισέ των προκατόχων της, ούτε ως πλάνα, ούτε ως καταστάσεις και ανεβάζει τον πήχη ακόμη πιο ψηλά, δίνοντας μας γερές δόσεις πιστολιών, εκρήξεων, γέλιου, δράσης και επιφωνημάτων (το τελευταίο ήταν για μένα όταν έβλεπα τα καλοστημένα πλάνα). Σαν άλλο suicide squad, αλλά στο western edition, μας παρουσιάζει τους βασικούς χαρακτήρες και σιγά σιγά βάζει και τους υπόλοιπους. Η δράση είναι υπέροχη, ο ήχος των εξάσφαιρων εκθαμβωτικός και το τέλος με ακόμη πιο κλισέ δόσεις και ευχάριστες εκπλήξεις.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Αρχικά θα ξεκινήσω από τον φίλο μου τον Antoine που έχει 2 πράγματα στο αίμα του. Την δράση και τον Denzel Washington. Ο ρυθμός πάρα πολύ καλός και καθόλου κουραστικός, τα πλάνα του υπέροχα (ειδικά στις στιγμές πριν την “καταιγίδα” και προφανώς τα landscape shots που έμοιαζαν με πίνακα ζωγραφικής).
Μιλώντας για πίνακες, τα πλάνα φωτίστηκαν από τον κύριο Mauro Fiore (Training Day, Avatar, The Island), οπότε αν έχεις συνεργαστεί με James Cameron και τον δύσκολο Michael Bay μάλλον ξέρεις τη δουλειά σου.
Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους λέω να ξεκινήσω ανάποδα, με τον αγαπημένο μου Vincent D’Onofrio (Daredevil) ο οποίος ενώ έχει περιφερειακό ρόλο, σου μένει καρφωμένος στον εγκέφαλο από την καθηλωτική ερμηνεία του. Κλασικά ο Denzel Washington είναι η καρδιά της ταινίας, ο Chris Pratt μετά το Guardians of the Galaxy έχει μία ανοδική πορεία, διότι πλέον έχει ξεφύγει από τον χοντρούλη γκαφατζή του Parks and Recreation και έχει γίνει ο γοητευτικός χαβαλετζής παιδαράς. Είναι ο Νο2 στην ομάδα, οι ατάκες είναι δικές του και ο ρόλος του πάει γάντι. Ethan Hawke όχι σπουδαία πράματα, Byung-hun Lee (I Saw the Devil) αρκετά καλός, Manuel Garcia-Rulfo στον ρόλο του μεξικάνου της παρέας, Haley Bennett (Τhe Equalizer) καλή και μέσα στα πλαίσια του ρόλου και τέλος ο Peter Sarsgaard (Jarhead) ότι πρέπει για τον κακό της υπόθεσης.
Η μουσική γραμμένη από τους James Horner (1953–2015) και Simon Franglen. Πολύ καλή, δένει τα σημεία ευχάριστα, δεν θα σου μείνει όμως στο τέλος δυστυχώς. Αξίζει να ακούσετε το Dangerous από τους Royal Deluxe που παίζει στο Trailer της ταινίας.
Γενικά η ταινία είναι καλή; Προφανώς και ναι. Αν είστε φανατικοί των western θα την ευχαριστηθείτε όσο δεν πάει. Η οπτική πλευρά του Fuqua ταίριαξε γάντι. Έβαλε την πινελιά του και διαφοροποιήθηκε πολύ από Tarantino παντρεύοντας την παλιά εποχή με τη νέα.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Αν θες να περάσεις δύο ευχάριστες ώρες σε μεγάλη οθόνη βλέποντας μονομαχίες, εξάσφαιρα να γυαλίζουν και να πυροβολούν με ταχύτητα και μία τελική μάχη διαρκείας τότε είσαι στη σωστή αίθουσα. Αν ψάχνεις το western με το βαθυστόχαστο στόρι, ή τους διαλόγους διαρκείας, τότε είσαι στη λάθος αίθουσα και καλή τύχη να βρεις μία.