O Jack είναι ένας ευφυής άνθρωπος, ο οποίος εξιστορεί τις δολοφονίες που διέπραξε τα τελευταία 12 χρόνια με αποτέλεσμα να μας ταξιδέψει στην ψυχοσύνθεση και την σκέψη του.
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Η πολυαναμενόμενη νέα δουλειά του Lars Von Trier είναι γεγονός. H επιστροφή του δυναμική και αμφιλεγόμενη όπως πάντα σχεδόν, καθώς στην πρώτη προβολή της στο Φεστιβάλ των Καννών υπήρχαν οι κλασικές αποχωρήσεις και αποδοκιμασίες που ο δημιουργός έχει συνηθίσει. Άφοβος, ανεπηρέαστος και ψυχρός παραδίδει μία ταινία που περιγράφει κάποιον κατά συρροή δολοφόνο ‘’καλλιτέχνη’’, κάποιον με πολλά κοινά στοιχεία με τον ίδιο. Αυτό δίνει την εντύπωση μίας καλλιτεχνικής του βιογραφίας και μια βαθιά βουτιά στα έγκατα της σκέψης του και των ανησυχιών του, μέσω παραλληλισμών.
Όπως είναι φυσικό οι ακρότητες και οι προκλήσεις προς το πιο συντηρητικό κοινό δεν λείπουν από την ταινία, από τους αρκετά ευφυείς παραλληλισμούς του και τις αλληγορίες του. Ο ψυχισμός του πρωταγωνιστή και η περιγραφή που δίνει για τον εαυτό του και τις πράξεις του, προβάλλουν τον καλλιτεχνικό εαυτό του Trier σε μεγάλο βαθμό και όλα μοιάζουν σαν μία επεξήγηση και σαν μία απάντηση προς τους επικριτές του. Οι συνήθεις προβληματισμοί του, θρησκεία, ηθική, προσωπική ‘’κόλαση’’, αμαρτία δεν εκλείπουν από την καινούργια του δουλειά και τοποθετούνται μέσα στα πέντε κεφάλαια στα οποία χωρίζεται η ταινία. Επιπλέον, οι προκλητικές του απόψεις για το γυναικείο φύλο γίνονται ακόμη εντονότερες σε αυτή την δουλειά του, ίσως και λόγω των τελευταίων εξελίξεων με το κίνημα MeToo, μέσα από το οποίο κατηγορήθηκε και ο ίδιος για παρενόχληση από την Bjork, η οποία είχε πρωταγωνιστήσει στην ταινία του ‘’Dancer in Dark’’.
Επίσης, το κυρίως μέρος της ταινίας δηλαδή η παρακολούθηση των δολοφονιών του πρωταγωνιστή κινείται πολύ καλά μέχρι κάποιο σημείο βγάζει και επιτυχημένο black humor, παρ’ όλα αυτά από το τέταρτο κεφάλαιο και μετά όπου περνάμε στον πιο σκληρό πυρήνα της ταινίας, κάποια πιο ‘’ελαφρά’’ στοιχεία της εξαφανίζονται και ίσως αυτό προκαλέσει σε ένα μέρος του κοινού σάστισμα. Όμως, στο ίδιο σημείο, κυρίως για τους fan του Trier, αυξάνεται ο ενθουσιασμός που υπάρχει από την αρχή της ταινίας και περιμένουν την ‘’κατάληξη’’ του δημιουργού.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Στο τεχνικό κομμάτι, βλέπουμε έναν τυπικότατο Trier, με την ‘’ζωντανή’’ κάμερα που δεν μένει σταθερή αλλά κινείται συνεχώς κάνει zoom σε πρόσωπα δίνοντας την γνωστή του ντοκιμαντεριστική αισθητική. Μικρό ψεγάδι στην κατά τ’ άλλα άρτια σκηνοθεσία του Δανού σκηνοθέτη είναι τα κακά cgi που χρησιμοποιούνται σε δύο τρία σημεία της ταινίας, τα οποία δικαιολογούνται ελαφρώς, λόγω του χαμηλού budget της ταινίας σε σύγκριση με τις χολυγουντιανές παραγωγές. Επιπλέον, σκηνοθετικά αξίζει να σημειωθούν δύο λεπτομέρειες, η έννοια του αρνητικού φίλτρου που δίνεται στην ταινία, αλλά και το κυριολεκτικά σκηνοθετικό πορτρέτο που δημιουργεί ο Trier σε κάποιο σημείο της ταινίας με την απεικόνιση πίνακα του Delacroix, τα οποία σε αφήνουν άναυδο.
Το σενάριο είναι εξαιρετικά δομημένο προκαλώντας αρχικά λιγότερο και έπειτα εντονότερα την σκέψη του θεατή, αλλά έχοντας εκτός των παραλληλισμών και ένα ενδιαφέρον επιφανειακό κομμάτι που είναι εύπεπτο προς κάθε είδους κοινό, με λίγες βέβαια πινελιές ακρότητας. Όσον, αφορά τις ερμηνείες ο Matt Dillon είναι εξαιρετικός στην ερμηνεία του ως ψυχοπαθής δολοφόνος, με τις εναλλαγές συναισθημάτων του να σου προκαλούν σε κάποια σημεία ανατριχίλα, ενώ ο Bruno Ganz μας συνοδεύει με την χαρακτηριστική του χροιά σε όλη την ταινία δίνοντας την φωνή της ‘’λογικής’’ και του ‘’ήθους’’, μέσα από τον ρόλο του Βιργίλιου.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Γενικότερα, ο Trier ως καλλιτέχνης είναι αμφιλεγόμενος λόγω των προκλητικών του σκηνών, δηλώσεων κ.λπ. Έτσι, έχουμε μία ταινία στην οποία φαίνεται να δίνει απαντήσεις και να περιγράφει τις καλλιτεχνικές του σκέψεις όλα αυτά τα χρόνια, μέσα από ένα ιδιαίτερο story αυτό της περιγραφής των δολοφονιών ενός ανέκφραστου, πιθανότατα καταθλιπτικού, ψυχρού κατά συρροή δολοφόνου, με το ψευδώνυμο Mr.Sophisticated, που βλέπει το “νεκρό σώμα” ως τέχνη, που βλέπει το κοινά “αρνητικό” ως την πηγή του “φωτός”, που βλέπει την αμαρτία και την “κόλαση” ως την μόνη κατάληξη, ανεξαρτήτως προσπαθειών. Η σύνδεση με την περιγραφή του εαυτού του στην ταινία του μπορεί να διασταυρωθεί και από το γρήγορο μοντάζ από σκηνές παλαιών ταινιών του που εμφανίζεται σε ένα σημείο της ταινίας, συνοδευόμενο από μία αρκετά κατατοπιστική ατάκα. Τέλος, το σπίτι το οποίο χτίζει ο “Jack” είναι ένα σπίτι που αποβάλλει τις κοινοτυπίες, εκφράζει τον μηχανικό-αρχιτέκτονα, τον καλλιτέχνη και ακόμη και αν διαφωνεί με ένα μέρος των ανησυχιών του, σίγουρα αξίζει την προσοχή του θεατή η διαδικασία ‘’κατασκευής’’ του.