Μια εκκωφαντική έκρηξη στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης αφήνει τον έφηβο Θίο μετέωρο, όταν διαπιστώνει την ξαφνική απώλεια της μητέρας του και μια ζωή ποτισμένη στην αβεβαιότητα που ανοίγεται μπροστά του.
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Η σύγκριση της λογοτεχνίας με την κινηματογραφική αισθητική συχνά αποτελεί αιτία διαφωνιών και ενίοτε διενέξεων. Στην περίπτωση της «Καρδερίνας» δυστυχώς δικαιώνεται αποκλειστικά το κοινό που επιμένει να χαρακτηρίζει ανώτερη την τέχνη της συγγραφής. Η μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος της Donna Tartt αφουγκράζεται το ανυπολόγιστο κόστος του ατσάλινου κουράγιου που ανασηκώνει στις πλάτες του τη θλιβερή μακαβριότητα, εξυμνεί τη δύναμη της Τέχνης και στοχάζεται πάνω στον ανεκπλήρωτο έρωτα και στις υποτυπώδεις, μα καταπιεστικές κοινωνικές συμβάσεις που μαστίζουν διαχρονικά την ανθρωπότητα.
Από την άλλη, η διασκευή για τη μεγάλη οθόνη λαχανιάζει στην προσπάθεια να καλουπώσει νοήματα και βάθος, αφήνοντας μια σκυθρωπή αμηχανία να επιπλεύσει, αφού λησμονεί τον κυριότερο σκοπό που οφείλει να επιτελέσει: να αναζητήσει και να αναδείξει την αύρα που περικλείει και στοιχειοθετεί τις λέξεις του κειμένου και όχι να την καταπατήσει πρόθυμα, προβαίνοντας σε μια πληκτικά κενή αποτύπωση της αφήγησης.
Η ταινία μαραζώνει στην προσπάθεια να προσιδιάσει στο βιβλίο, φαλκιδεύει τη σημασία της Τέχνης ως φορέα του διηνεκούς αγώνα ενάντια στη φθορά, καταφεύγει σε χλιαρή μελοδραματικότητα για να καταγράψει την ερωτική της διάσταση και αιθεροβατεί νομίζοντας πως οι αυτούσιες παραθέσεις φράσεων από το μυθιστόρημα θα συνδράμουν στην ενίσχυση των επί της οθόνης τεκταινομένων.
Πράγμα που επίσης δεν επιτυγχάνεται, αφού το κείμενο, χωρίς να νοθεύεται επίτηδες, ευνουχίζεται από την ακόρεστη ανάγκη για πιστή αναπαράσταση, με την αφήγηση να περιορίζεται στην ψυχρά επιτηδευμένη ρεαλιστικότητα που υποτίθεται πως θα προσελκύσει τους λάτρεις του βιβλίου. Μα, μέσα στο πλαίσιο της αψεγάδιαστης μετριότητας, δε μένουν σκηνές συγκίνησης ή συναισθηματικής έξαρσης, μόνο μια ταραχώδης ονείρωξη μεγαλουργίας που παραμένει βουβά παραγκωνισμένη.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Τα κατ και τα ντιζόλβ του John Crowley σχεδόν αποκοιμίζουν με την ακαταμάχητη ατολμία τους, ενώ η φωτογραφία του Roger Deakins διατηρεί τον αξιολάτρευτο συναισθηματισμό της, χωρίς να εκπλήσσει, αλλά ούτε και να θεραπεύει την εκλαϊκευμένη δραματουργία.
Ωστόσο, το κυριότερο συστατικό που λειτουργεί αποδομητικά είναι η νωθρότητα του βασικού πρωταγωνιστή Ansel Elgort. Συνεχώς ρηχά εκφραστικός και συντηρητικός στα ξεσπάσματά του, πλευρίζει παρά κατακτά τον χαρακτήρα, αδυνατώντας να πυροδοτήσει την ένταση που απουσιάζει από το λειψό αυτό δημιούργημα.
Δίπλα του, ο Jeffrey Wright παραδίδει μαθήματα συσσωρευμένης μελαγχολίας και εγκρατούς εκτόνωσης, ενώ Aneurin Barnard και Finn Wolfhard στο ρόλο του ώριμου και του ανήλικου Boris αντίστοιχα, θριαμβεύουν, χορηγώντας στους χαρακτήρες τους τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στην ψυχική κατάρρευση και τη δυναμική αντίσταση.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Αν το μυθιστόρημα σέβεται τον ακριβοθώρητα ανέγγιχτο πόνο που πελαγοδρομεί ασταμάτητα στις καρδιές και παρομοιάζει την Τέχνη με μια ακατάληπτα ελκυστική συνθήκη που χαρίζει την αιωνιότητα, τότε η ταινία σίγουρα διαπνέεται από μια αδικαιολόγητα ακανόνιστη κατανομή ανάμεσα στην κουραστική περιγραφικότητα και στη ζαχαρώδη επιμέλεια του υλικού. Τελικά, δεν εκθέτει τα ζητήματα τα οποία περιεργάζεται, αλλά το άριστο μοντάζ της απαγορεύει συνεχή χασμουρητά και κρυφές ματιές στο ρολόι: σταθερά προσηλώνεται στη feelgood πλευρά της, διατηρώντας μια σοβαρότητα που δεν καθίσταται αξιόμεμπτη, αλλά ούτε και πλήρως ελκυστική. Οι συνδηλώσεις εκλείπουν και αλυσοδένεται εθελουσίως σε μια υπνωτιστική ανεπάρκεια.