Ένας ταπεινός επιχειρηματίας με θαμμένο παρελθόν επιδιώκει δικαιοσύνη όταν η κόρη του σκοτώνεται σε πράξη τρομοκρατίας. Οι υποψίες του πέφτουν σε έναν κυβερνητικό αξιωματούχο, του οποίου το παρελθόν μπορεί να περιέχει ενδείξεις για την ταυτότητα των δολοφόνων.
Quan Ngoc Minh: Politicians and terrorists, they are just 2 ends of the same snake.
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Φαινόμενα όπως ο ρατσισμός, η τρομοκρατία, η οικονομική κρίση και πολλά άλλα, αμαυρώνουν τα χρόνια που διανύουμε, με αποτέλεσμα πολλά χρόνια αργότερα να γίνουμε μάρτυρες θλιβερών αποτελεσμάτων. Είναι λογικό λοιπόν, τα φαινόμενα αυτά να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης της 7ης τέχνης. Ειδικά η τρομοκρατία, τροφοδοτεί τον παγκόσμιο κινηματογράφο και πιο συγκεκριμένα το Χόλυγουντ, εδώ και πολλές δεκαετίες.
Τι είναι λοιπόν αυτό που μπορεί να χτυπήσει την καρδιά του κοινού, ώστε να οδηγηθεί στην ταύτιση και την προσομοίωση ακραίων γεγονότων; Ένα τρομοκρατικό χτύπημα, στην καρδιά μιας από τις πιο πολυσύχναστες πόλεις σε όλον τον κόσμο.
Στο κέντρο του Λονδίνου, στην ίσως πιο multinational πρωτεύουσα σε όλη την Ευρώπη, η διαμάχη μεταξύ Άγγλων και Ιρλανδών καλά κρατεί (Ίσως και γι’ αυτό να απαγορεύτηκε η προβολή της ταινίας στην Ιρλανδία). Ποιος θα είναι ο χαμένος όμως; Ο άμαχος πληθυσμός, όπως πάντα.
Η ταινία (βασισμένη στο βιβλίο “The Chinaman”) μας βάζει στη δράση πολύ νωρίς, με τον Quan Ngoc Minh, να χάνει την κόρη του και τελευταία επιζών της οικογένειας του, σε ένα τυχαίο τρομοκρατικό χτύπημα. Αποφασισμένος να εκδικηθεί τον θάνατο της κόρης του, απευθύνεται στον Liam Hennessy, κυβερνητικό στέλεχος του Ιρλανδικού κράτους και πρώην μέλος του IRA, ψάχνοντας απαντήσεις.
Ως συνήθως, η προώθηση της ταινίας γίνεται με σχετικά λανθασμένο τρόπο. Διότι δεν πρόκειται για ταινία δράσης, αλλά για πολιτικό θρίλερ το οποίο φέρνει στην επιφάνεια προβληματισμούς για το μέλλον της ανθρωπότητας. (σίγουρα δεν χρειάζεστε μια ταινία για τέτοιου είδους προβληματισμούς, αλλά είναι δίκαιο να πούμε πως εδώ αποτυπώνονται με αρκετά σωστό τρόπο).
Πρόκειται καθαρά, για τις έντονες σχέσεις Αγγλίας-Ιρλανδίας και την θέση της Αμερικής στο παιχνίδι. Μέσα σε όλα αυτά, ένας τρίτος χαρακτήρας δυσκολεύει την κατάσταση, διότι ζητά τα ονόματα των υπευθύνων.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Στην αφίσα και στα trailers ποζάρει ο εφτάψυχος και 64χρονος πλέον Jackie Chan, ο οποίος είναι ένα ξεκάθαρο δείγμα ότι από τον θεό του χρόνου δεν ξεφεύγει κανείς. Η δράση είναι αρκετά απλοϊκή, συγκριτικά με τα μέτρα και σταθμά που μας έχει συνηθίσει τόσα χρόνια. Αυτό βέβαια οφείλεται και στον χαρακτήρα που υποδύεται μιας και ουκ ολίγες φορές, αναφέρεται στην ταινία η ηλικία του και πόσα χρόνια είναι εκτός ενεργού δράσης. Φανερά λοιπόν, στις πιο απαιτητικές σκηνές παρατηρήσαμε τον κασκαντέρ να παίρνει τη θέση του Jackie και τον σκηνοθέτη να μην κάνει και τα πάντα για να το κρύψει. Από την άλλη όμως, η υποκριτική του ήταν αρκετά καλή (πάλι στα μέτρα και σταθμά που μας έχει συνηθίσει) διότι δεν μιλάμε για κινησιολογική κωμωδία αλλά για δράμα.
Νούμερο ένα της ταινίας όμως, είναι ο πρώην James Bond, Pierce Brosnan. Ο επίσης φανερά γερασμένος αλλά ακόμη γοητευτικός Ιρλανδός ηθοποιός, φαίνεται πως ήταν η καταλληλότερη επιλογή για τον ρόλο του Ιρλανδού κυβερνητικού στελέχους, διότι κατέχει την προφορά, το στυλ και την υποκριτική εμπειρία να ανταπεξέλθει σε έναν τόσο απαιτητικό ρόλο. Η ταινία του ανήκει και ο ίδιος δείχνει να το απολαμβάνει και να βγάζει στην επιφάνεια, όλο του το υποκριτικό υπόβαθρο. Αξίζει να αναφέρουμε πως ο ρόλος του βασίστηκε στον Gerry Adams, ιρλανδός ρεπουμπλικάνος πολιτικός και πρόεδρος του πολιτικού κόμματος Sinn Féin.
Στην σκηνοθετική καρέκλα ο Martin Campbell. Θα σας τον θυμίσω γιατί σίγουρα έχετε δει ταινίες του. Επιτυχίες του παρελθόντος τον έκαναν γνωστό και ίσως έναν πολύ δυνατό χαρτί στο Χόλυγουντ. Ξεκινάμε με το James Bond Goldeneye (πάλι με τον Pierce Brosnan), το μέτριο Vertical Limit, το πολύ τίμιο The Mask of Zorro αλλά και το μέτριο sequel The Legend of Zorro, μέχρι το άριστο και προσωπικό μου αγαπημένο Casino Royale. Οπότε αν μη τι άλλο, ο εν λόγω σκηνοθέτης ξέρει να χειρίζεται την δράση και την κατασκοπεία. Γιατί όμως είχαμε καιρό να τον ακούσουμε, από το 2011 για την ακρίβεια. Γιατί τότε είχε κάνει το πολύ κάτω του μετρίου Green Lantern. (από τότε η DC προσπαθεί να χτίσει το Universe της και ευτυχώς ο Ryan Reynolds πέρασε στην Fox με το καταπληκτικό Deadpool). Λογικό λοιπόν, να χρειαστεί ένα μεγάλο διάλειμμά μετά από τόσο κακές κριτικές. Τι καλύτερο, από το να γυρίσει στο είδος που τον έκανε γνωστό και όπως φάνηκε τα κατάφερε με επιτυχία.
Το αδύναμο σημείο της ταινίας, η μουσική. Δυστυχώς η ταινία χρειαζόταν μια διαφορετική χροιά και ένα πιο δυνατό θέμα από τον Cliff Martinez, ο οποίος στο παρελθόν έχει κάνει καλύτερες δουλειές, όπως στο βραβευμένο Traffic.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Το The Foreigner, σε κερδίζει από τα πρώτα του λεπτά και δεν σε αφήνει να βαρεθείς. Απευθύνεται σε πιο απαιτητικούς θεατές, που αναζητούν τα πολιτικά παιχνίδια, την ένταση των σκηνών, τους καλοστημένους διαλόγους και στιβαρές υποκριτικές με μικρές δόσεις δράσης για να σπάει η μονοτονία.
Για τους λάτρεις της δράσης, μάλλον θα απογοητευτείτε οπότε θα πρότεινα να απομακρυνθείτε από τις σκοτεινές αίθουσες και ειδικά αν είστε λάτρεις του Jackie Chan, καλύτερα να βάλετε μία πιο παλιά ταινία του, αν μην τι άλλο επιλογές έχετε.