Τον Φεβρουάριο του 1952, μια από τις χειρότερες καταιγίδες που έπληξε ποτέ την Ανατολική Ακτή, χτυπά την Νέα Αγγλία καταστρέφοντας ένα πετρελαιοφόρο στα ανοικτά των ακτών του Cape Cod, σπάζοντάς το κυριολεκτικά στα δύο. Σε μια μικρή σωσίβια λέμβο αντιμέτωποι με χαμηλές θερμοκρασίες και τεράστια κύματα, τέσσερα μέλη του Λιμενικού Σώματος καλούνται να διασώσουν πάνω από 30 παγιδευμένους ναύτες στο πλοίο που βυθίζεται.
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Χωρισμένο σε δύο σκηνικά, ένα στη στεριά μιας κωμόπολης της Μασσαχουσέττης και ένα στην ανοιχτή θάλασσα εν μέσω σφοδρής καταιγίδας, το σενάριο επικεντρώνεται αντίστοιχα στην τοπική ακτοφυλακή και το πλήρωμα του πλοίου που βυθίζεται. Παρακολουθούμε την διαμάχη και αναμέτρηση θάρρους εσωτερικά των δύο “στρατοπέδων”, είτε αυτή έχει να κάνει με τη συμμετοχή σε ένα σχέδιο διάσωσης, είτε με την διαδικασία εξοικονόμησης χρόνου και επιβίωσης.
Όταν τα χρονικά όρια στενεύουν και ο κίνδυνος να χαθούν ζωές γίνεται όλο και μεγαλύτερος, δύο άντρες πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους θα επιλέξουν να ηγηθούν της ομάδας τους (ο ένας στην ακτοφυλακή και ο άλλος στο πλοίο), εφαρμόζοντας μία θαρραλέα λογική που συνοψίζεται στον υπότιτλο της ταινίας, το “We all live or we all die” (θα ζήσουμε όλοι μαζί, ή θα πεθάνουμε όλοι μαζί).
Αποτυπώνοντας εύκολα και χωρίς πολλά πολλά “ρίσκα” την ατμόσφαιρα των 50s (σκηνογραφία μόνο ενός μικρού χωριού), η ταινία αφηγείται την αληθινή ιστορία διάσωσης 32 ναυτικών, από μία ομάδα 4 μόνο διασωστών, προωθώντας το μήνυμα της αναγκαίας θυσίας όσον αφορά την αξία κάθε ανθρώπινης ζωής.
Το γενικά εύπεπτο σενάριο με προβλεπόμενες εξελίξεις δεν αναλύει τους χαρακτήρες και τις ενέργειες αυτών όσο θα έπρεπε, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Ειδικότερα η happy-end κινηματογραφική αφήγηση στο κλείσιμο του “Μεγάλη Διάσωση”, αποτελεί σφραγίδα της εταιρίας παραγωγής του (Disney).
Συνολικά μια προσπάθεια που δεν ξεπερνά το μέτριο, όμως δεν ξεφεύγει σε καμία περίπτωση σε κατώτερα επίπεδα από αυτό.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Αναζητώντας το cast της ταινίας πριν την παρακολουθήσεις, θα παραβλέψεις και εσύ τον ουσιαστικό πρωταγωνιστή της, ο οποίος και με εξέπληξε θετικά. Ο λόγος για τον Chris Pine (τον θυμάσαι σίγουρα από τα καινούρια Star Trek) που στέκεται ικανοποιητικά σε ερμηνευτικό επίπεδο, δείχνοντας έτοιμος για το κάτι παραπάνω.
Το αψεγάδιαστο και vintage πρόσωπο της Holliday Grainger (πρωταγωνίστρια στη σειρά The Borgias) γεμίζει τα κάδρα εκτός θάλασσας, σε μία τελικά μέτρια ερμηνεία για την Βρετανίδα ηθοποιό. Τα διάσημα ονόματα λεζάντας, Casey Affleck και Eric Bana, βρίσκονται περισσότερο ως “κράχτες” στο φιλμ, με τον δεύτερο ειδικά να πραγματοποιεί μια απαράδεκτη εμφάνιση που θυμίζει αγγαρεία.
Την μουσική του ‘The Finest Hour’ επιμελήθηκε ο Carter Burwell με ένα αποτέλεσμα που ξεπερνά τις υπόλοιπες κατηγορίες προς κριτική, ειδικά στα σημεία έντονης ψυχολογικής αγωνίας που γίνεται πρωταγωνιστής. Στη σκηνοθεσία βρίσκουμε τον Craig Gillespie (προηγούμενη δουλειά του το Fright Night του 2011) που παραδίδει ένα project ‘τόσο-όσο’ (αυτό δεν είναι αναγκαία κακό), με πολύ όμορφα υποθαλάσσια πλάνα του σκαριού της σωσίβιας λέμβου για να ‘χεις να θυμάσαι.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Το φιλμ προσφέρεται για μία όμορφη κινηματογραφική εμπειρία και τίποτα παραπάνω. Αν παραβλέψεις το ρηχό του σενάριο που δεν προσφέρει ιδιαίτερες συγκινήσεις, θα περάσεις ευχάριστα, χωρίς όμως να σου εγγυώμαι πως θα μνημονεύεις συχνά την δίωρη αυτή εμπειρία σου.