Η αινιγματική και αισθησιακή «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη αποτέλεσε την αιτία μιας συνολικής κοινωνικής αναδιάρθωσης, αφού ταρακούνησε αποφασιστικά τη σεμνοτυφία και τον υστερικό παλαιολιθισμό της ελληνικής κουλτούρας των 50s.
Αν μπορούσε να αποδοθεί κάπως η ανάγκη για προοδευτισμό και αποδέσμευση από τις πεπαλαιωμένες πεποιθήσεις μιας κοινωνίας που μαστιζόταν από αναχρονισμό και καταπίεση των προσωπικών επιθυμιών, η «Στέλλα» θα ήταν το καταλληλότερο σύμβολο απελευθέρωσης και ανεξαρτησίας, όπως παρουσιάστηκε στην ομώνυμη κινηματογραφική ταινία.
Μια γυναίκα κοινωνική, πρόσχαρη, δημιουργική που εξέπεμπε ερωτισμό και ζούσε σύμφωνα με τις προσθέσεις της και όχι τις κοινές, βαθιά ριζωμένες στερεοτυπικές επιταγές που επιβάλλονταν μέσω της σιωπηρής υπακοής που μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά και στέριωνε εξαιτίας της έλλειψης γενναιότητας υπό το φόβο μιας τερατώδους κατακραυγής που θα σπίλωνε κάθε επιχείρηση ανατροπής της καθεστηκυίας, ξερής και βολικής, τάξης πραγμάτων.
Η Στέλλα, όμως, αντιστέκεται. Δρα με βάση τη βούλησή της, δεν ευγραμμίζεται με υποδείξεις, δεν ευαισθητοποιείται από παρακλήσεις, δεν υποχωρεί μπροστά στις κραυγαλέες χυδαιότητες που τις καταλογίζουν. Εμμένει στο lifestyle που επιθυμεί με γνώμονα ένα ρητό που απουσίαζε παντελώς από τη νοοτροπία των συμπολιτών της: Ζει μια ζωή που επέλεξε, όχι μια ζωή που επιλέχθηκε για αυτήν. Δεν κατέπεσε στην παγίδα ενός προκαθορισμένου προορισμού, που συνοψίζεται στην υιοθέτηση της κοινωνικά αποδεκτής συμπεριφοράς.
Εργάζεται σε κέντρο διασκέδασης, διατηρώντας δεσμό με τον ευαίσθητο, τρυφερό Αλέκο, γόνο μιας αστικής οικογένειας, ο οποίος επίμονα ζητά να την αποκαταστήσει με το μυστήριο του γάμου, την επίσημη και αμετάκλητη ένωσή τους. Εκείνη αρνείται, αφού δε θα μπορούσε να ανεχθεί μια πλατφόρμα που συνεπάγεται αποστέρηση της προσωπικής επιλογής και της ελεύθερης βούλησης· με άλλα λόγια την εθελούσια καταδίκη σε μια ζωή εξανδραποδισμού και δέσμευσης.
Προτού διακόψει τη σχέση της, εμφανίζεται ο γοητευτικός, λεοντόκαρδος Μίλτος, ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού και παιδί των λαϊκών στρωμάτων που αμέσως έλκεται από εκείνη και τη διεκδικεί πιεστικά. Η Στέλλα αντιστέκεται ωσότου επέλθει η ανεπίστροφη ρήξη με τον Αλέκο και ύστερα παραδίδεται στην παραζάλη του νέου έρωτα, λειτουργώντας με το γνώμονα τον αυθορμητισμό και την επίτευξη της προσωπικής ικανοποίησης.
Μα, έπειτα από μια περίοδο ανείπωτης ευτυχίας στο πλευρό του αγαπημένου της, οι περιστάσεις κατακρημνίζουν την ιδεατή πραγματικότητα που βίωνε. Της τίθεται ένα εκβιαστικό δίλημμα που απορρέει από την ανάγκη του Μίλτου να κατοχυρώσει να δικαιώματά του πάνω της: είτε θα τον παντρευτεί ή θα τον χάσει οριστικά. Δίνει τη συγκατάθεσή της απρόθυμα και ξεκινά ένα ταξίδι μέχρι τη συμφωνημένη μέρα, όπου καλείται να σταθμίσει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των δύο καταστάσεων.
Ώσπου, λίγες ώρες πριν τον γάμο της, απαρνείται την απόφασή της, δεν παρουσιάζεται ποτέ στο μυστήριο και διασκεδάζει ολονυχτίς με ένα νεαρό που γνωρίζει λίγες ώρες πριν την τελετή. Τις πρωινές ώρες αντικρίζει τον Μίλτο και βρίσκει οδυνηρό θάνατο από το μαχαίρι του, ζητώντας του παράλληλα να τη φιλήσει, σε μια από τις πιο συγκινητικές, σπαρακτικές και ανυπέρβλητα απόκοσμες σκηνές που φιλοτεχνήθηκαν από Έλληνα σκηνοθέτη.
Η λήξη της ταινίας μπορεί να παρομοιαστεί με την κορύφωση μιας αρχαίας τραγωδίας. Επέρχεται η εξιλέωση μέσω του θανάτου, ολοκληρώνεται μια παταγώδης σύγκρουση δύο κόσμων που αδυνατούσαν να συμβιώσουν ή έστω να ανεχθούν τον άλλο: ο κόσμος του ορμέμφυτου, της αμφισβήτησης της άτυπης θεσμικής τάξης και ο κόσμος της κανονιστικής αδιαλλαξίας και του συγκαλυμμένου καθωσπρεπισμού. Ο πρώτος αντιπροσωπεύεται από τη Στέλλα, ενώ ο δεύτερος εκπροσωπείται σχεδόν από όλους τους υπόλοιπους.
Ο απρόσκοπτος συντηρητισμός εμφανίζεται λαμβάνοντας τις μορφές των υπόλοιπων πρωταγωνιστών. Η τραγουδίστρια που συμμετέχει στο πρόγραμμα του κέντρου στο οποίο εργάζεται, η Ανέττα, ορέγεται τους μνηστήρες της, τη διαβάλλει στα μάτια τους, τη ζηλεύει παθολογικά και αμαυρώνει την υπόληψή της διαδίδοντας ανυπόστατα ψεύδη. Ωρύεται τη στιγμή που η Στέλλα ανακοινώνει την απόφασή της να εγκαταλείψει τον Μίλτο, όταν σε συνοδεία με την ιδιοκτήτρια του κέντρου, πηγαίνει να την παραλάβει και να την οδηγήσει ως την εκκλησία.
Η μετριοπαθής και ηθικά «ακέραια» οικογένεια του πρώτου μνηστήρα της, του Αλέκου, καταδικάζει τη συμπεριφορά της και τη μέμφεται συνεχώς, ενώ επιδίδεται σε μια διαρκή προσπάθεια αποκαθήλωσης της εικόνας της, προκειμένου να πειστεί ο νεαρός να απωθήσει την ιδέα της, όταν η Στέλλα εκπληρώνει το όνειρό της συγγενικής συνομοταξίας και λήγει το ειδύλλιο. Εν τέλει, αφού οι ατελέσφορες προσπάθειες των μελών μοιάζουν αδύνατο να κλυδωνιστούν, καταδέχονται να απευθύνουν έκκληση στη Στέλλα, παραχωρώντας την έγκρισή τους για ενδεχόμενο γάμο. Υπολογίζουν ενάντια στην επιθυμία της κοπέλας, η οποία, όταν η αντιπρόσωπος της οικογένειας της κοινοποιεί την απόφαση με πρωτοφανή υπεροψία και αδιανόητη υφέρπουσα ειρωνεία, την απορρίπτει πανηγυρικά, διακηρύσσοντας το αδέσμευτο της προσωπικότητάς της.
Οι άντρες με τους οποίους συνάπτει ερωτικούς δεσμούς διαπνέονται από παρόμοιες ιδεολογικές καταβολές, παρότι προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και οι οικονομικές τους δυνατότητες αποκλίνουν υπέρμετρα. Αποπειρώνται να εγκλωβίσουν την κοπέλα που λατρεύουν, ορίζοντας ως απαραίτητη συνθήκη το γάμο, ο οποίος διασφαλίζει μια αέναη σύνδεση και εξαλείφει τις πιθανότητες μαζικής κοινωνικής δυσφορίας και αμετροεπούς αποδοκιμασίας. Δε συναινούν στη διατήρηση της προγαμιαίας φάσης, αφού, αν και τους χαρίζει αδιάψευστη συναισθηματική έξαρση, επιτρέπει την παραμονή ενός ανεπιθύμητου πέπλου επισφάλειας που απαγορεύει τη χάραξη κοινών πλάνων.
Η μόνη θετική αντίδραση στη συμπεριφορά της ατίθασης Στέλλας σημειώνεται από την ιδιοκτήτρια του καταστήματος το οποίο απασχολεί την τελευταία, μετά το πέρας του διαπληκτισμού μεταξύ των υπαλλήλων της, στη σκηνή που η Στέλλα απομακρύνεται, έχοντας προηγουμένως υπαναχωρήσει στην απόφασή της να ανταλλάξει όρκους αιώνιας πίστης με τον Μίλτο. Καθώς η κάμερα του Κακογιάννη εστιάζει στην αβυσσαλέα αντίδραση της συνεργάτιδος της Στέλλας, η Μαρία (που υποδύεται η Σοφία Βέμπο) τη διακόπτει απότομα, την καλεί να συνέλθει και παρατηρεί πως μολονότι δε συμφωνεί με τις αποφάσεις της, θαυμάζει την ανυποχώρητη στάση της απέναντι σε όσα ιδανικά θέλει να διαφυλάξει.
Η ταινία συγκέντρωσε διφορούμενες κριτικές την περίοδο που κυκλοφόρησε. Εντύπωση προκαλεί πως στηλιτεύτηκε από μερίδα του «αριστερού» τύπου, ο οποίος παραδοσιακά αντιπαρέρχεται την επιφυλακτικότητα απέναντι στην τόλμη της εναλλακτικής δημιουργίας και προάγει τις νεωτερικές τάσεις. Λανθασμένα οι συντάκτες της εποχής της χρέωσαν επιπολαιότητα και τη χαρακτήρισαν αρνητικό πρότυπο, θεωρώντας το καλλιτεχνικό δημιούργημα δυσφημιστικό για τον ελληνικό κινηματογράφο και μόνο χαλαρά συνδεδεμένο με τη πραγματικότητα της εποχής.
Ο ίδιος ο Κακογιάννης προσπέρασε τις αρνητικές κριτικές, προσδίδοντάς τους εφήμερο αντίκτυπο, καθώς πίστευε στην αποκατάσταση του έργου του μέσω της διαχρονικότητας. Δε δικαιώθηκε μόνο από τις πολυάριθμες διακρίσεις που διέψευσαν τη γνώμη των εγχώριων μέσων, αλλά και από την ανάδειξη της ηρωίδας του σε ιστορικό σύμβολο χειραφέτησης, αντισυμβατικότητας και ατομικής επανάστασης.
Η Στέλλα, ατιθάσευτη και περήφανη, εμπνέει με τον τρόπο που αμφισβητεί τη δικαιωματική επιβολή του άντρα πάνω στη γυναίκα. Αποκρούει τις κοινωνικές πιέσεις και αναθεματίζει τις γυναίκες που την ικετεύουν να διορθώσει τη συμπεριφορά της, δηλαδή να ενστερνιστεί τον πάγιο πατριαρχικό ολοκληρωτισμό της εποχής και να αθετήσει την υπόσχεση που έχει δώσει στον εαυτό της: να ζει πάντοτε με τον τρόπο που επιλέγει, προασπίζοντας τα (συναισθηματικά) συμφέροντά της.
Εξέχων ρόλο στη δραματική κορύφωση του έργου κατέχει η αστείρευτης μαγείας μουσική επένδυση του Μάνου Χατζηδάκη, οποίος συνεργάστηκε με τον πασίγνωστο Βασίλη Τσιτσάνη. Οι εναλλαγές των πλάνων στην προτελευταία σκηνή με τους δύο πρωταγωνιστές να απολαμβάνουν διαφορετικού είδους διασκέδαση δε συνάδει μόνο με το πνεύμα των μαγαζιών που επέλεξαν, αλλά τονίζει το χάσμα των χαρακτήρων τους και την ασύμβατη κοινωνική καταγωγή τους, όσο και αν μοιράζονται κοινά στοιχεία.
Πέρα από τις τεχνικές λεπτομέρειες, η ταινία αναδεικνύεται ως πραγματικό διαμάντι διάσωσης της εικόνας της μεταπολεμικής Αθήνας. Χάρη στις περιηγήσεις της Στέλλας, περιδιαβαίνουμε σε μια πρωτεύουσα που απέχει από την εικόνα της έντονης αστικοποίησης και της απαλοιφής της ανάπτυξης των διαπροσωπικών σχέσεων. Ανακαλύπτουμε τη διαφοροποίηση σε σύγκριση με την εποχή μας καθώς παρατηρούμε κεντρικές συνοικίες δίχως πολυκατοικίες και ασφαλτόστρωση δρόμων, αλλά και τον Πειραιά να απλώνεται δίχως την κυκλοφοριακή συμφόρηση, τα ψηλά κτίρια και την ανυπόφορη βαβούρα. Η απεικόνιση της Αθήνας χαρίζει την ιδέα της νοσταλγίας, μέσα από απλότητα, τη λιτότητα και την ανεμελιά που διέπουν τους κατοίκους της.
Πάνω από όλα, όμως, ο Κακογιάννης διαμηνύει μέσω του έργου του την απομάκρυνση από το αδικαιολόγητα σαθρό κοινωνικό πλαίσιο που είχε θεμελιωθεί. Σκιαγραφεί μια κοπέλα που αντίκειται στα πρότυπα, πράττει κατά συνείδησιν και περιφρονεί τη μαρτυρική προσπάθεια των κοντινών της να ανταποκριθούν σε όσα επιτάσσει η ιδεολογία της εποχής. Παραχωρεί στην ηρωίδα το δικαίωμα της επιλογής, στολίζοντας την με τις αρετές της κριτικής ικανότητας και της ανάληψης της προσωπικής ευθύνης.
Η «Στέλλα» ίσως είναι η σπουδαιότερη ελληνική ταινία εποχής. Και αυτό, διότι η Μελίνα Μερκούρη συνειδητά αποφεύγει την υπερβολή, παραδίδοντας μια ερμηνεία μεστή, στιλπνή και απέριττη. Ενσαρκώνει τη Στέλλα με απαξίωση για τη μικροψυχία και τη μνησικακία των ανθρώπων, με ενσυναίσθηση της ταυτότητας που αποδίδει και με πρωτόφαντη ρεαλιστικότητα, δείγμα των υποκριτικών της ικανοτήτων. Η ζωντάνια της πυροδότησε πιθανώς την εκκίνηση της κοινωνικής αναθεώρησης, γεγονός που από μόνο του μαρτυρά τη βαριά παρακαταθήκη της ταινίας, την οποία προίκισε με το προνόμιο μιας ανυπέρβλητης καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Η ταινία κέρδισε το στοίχημα της εμπορικότητας, κόβοντας 134.142 εισιτήρια τη σεζόν 1955/1956, ενώ έλαβε και τη χρυσή σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας την επόμενη χρονιά. Επίσης, ήταν υποψήφια για το Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών.