Σε κάποιο αδιευκρίνιστο σημείο της ελληνικής επαρχίας κονταροχτυπιούνται ανόητοι γκάνγκστερ με τελειωμένους τραγουδιστές και ηλίθιους χαραμοφάηδες εξαιτίας ενός έρωτα που αντικρούει στα συμφέροντα των περισσότερων εμπλεκομένων.
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Έξι χρόνια χρειάστηκαν για την επιστροφή του Γιάννη Οικονομίδη στον κινηματογράφο. Όπως παραδέχτηκε σε πρόσφατες συνεντεύξεις που παραχώρησε, οικογενειακές υποχρεώσεις και γραφειοκρατικά κωλύματα ευθύνονται για την καθυστέρηση που σημειώθηκε στην ολοκλήρωση του νέου του έργου. Συν τοις άλλοις, θέματα που σχετίζονται με τη διανομή της ταινίας την έχουν περιορίσει σε έναν (!) μόνο κινηματογράφο της Αθήνας, γεγονός πάντως που όχι μόνο δεν απέτρεψε το κοινό από το να συρρεύσει στις αίθουσες, αλλά, αντίθετα, ώθησε περισσότερο κόσμο να την ανακαλύψει και να την παρακολουθήσει.
Στη “Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς”, έναν ύμνο για την αποξένωση και την τοξική στατικότητα της ελληνικής επαρχίας, ο Οικονομίδης φωτίζει έναν κόσμο ανθρώπων που σαπίζουν βαθμιαία, χαμένοι στην φιλαυτία και τη μεγαλομανία τους, με ανύπαρκτους στόχους και μικροπρεπείς συμπεριφορές, μαθημένους στο ντάντεμα και στο αναίτιο κλαψούρισμα. Ο ταλαντούχος Έλληνας σκηνοθέτης επιστρατεύει τους γνωστούς διαλόγους που άπτονται της υπερβολής, ώστε να τονίσει ακριβώς την ακρογωνιαία σημασία της διάσωσης του πολιτιστικού στοιχείου της γλώσσας: Οι ήρωές του, λαβωμένοι ψυχικά, αναζητούν έναν τρόπο για να μεταφέρουν τα συναισθηματικά τους αδιέξοδα στους συνομιλητές τους, αλλά όλη τους τη ζωή έμαθαν να σιχτιρίζουν και να βωμολοχούν· συνήθισαν να αντιπαρατίθενται, αντί για να εξομολογούνται· να παριστάνουν τους μεγαλόσχημους και να μαρτυρούν υπερηφάνεια. Τελικά, όπως υποδεικνύει ο Οικονομίδης με κοφτερό νατουραλισμό, απλώς καταχώνιαζαν την αλήθεια τους που πλέον έχει παγιδευτεί στο λήθαργο που χαρακτηρίζει την ανημποριά.
Πέραν τούτου, όμως, και των συνταρακτικών ακίνητων πλάνων που παραπέμπουν σε εσωτερικές ερήμους και γενικευμένη αποσύνθεση, ο Οικονομίδης κάπου εγκαταλείπει το μέτρο και τη λογική, υποβάλλοντας την πλοκή σε ένα μαρτύριο που συνεχώς απειλεί τη συνοχή της ιστορίας και την ομαλότητα του ρυθμού. Δεν πρέπει να αποδοθούν στη ραθυμία και στην απειρία (στο είδος της μαύρης κωμωδίας) του σκηνοθέτη αυτές οι αδυναμίες. Προφανώς ο ίδιος σκόπευε να πειραματιστεί, να επιχειρήσει κάτι εμπνευσμένα διαφορετικό, δίχως να διασαλεύσει τις αρχές της αισθητικής του. Τελικά, όμως, δίνει έμφαση περισσότερο στη μεθοδολογία από ότι στην ώριμη, μελετημένη εξέλιξη του σεναρίου, το οποίο ασθμαίνει προσπαθώντας να εξηγήσει την ψυχολογική αστάθεια και την ολοσχερή παρακμή, δίχως να υποσκάψει τη δράση και την αγωνία.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Αγχωτική και αινιγματική, η μουσική που ντύνει το δημιούργημα του Οικονομίδη μεταδίδει την υποψία αιφνίδιων ανατροπών. Οι επαγγελματίες ηθοποιοί του συνεργάζονται αγαστά με τους ερασιτέχνες συναδέλφους τους, προσφέροντας αξιομνημόνευτες στιγμές εκρήξεων, πανικού και μελαγχολίας, πάντα μέσα στο τραγικό πλαίσιο της αναπότρεπτης κατάληξης που ο σκηνοθέτης χτίζει μεθοδικά. Η διεύθυνση φωτογραφίας, όμως, είναι εκείνη που κλέβει την παράσταση: Πλάνα ανηλεούς ρεαλισμού, γνώριμα σε κάθε Έλληνα, ποτίζουν την ατμόσφαιρα με την αποστροφή που προκαλούν οι ερημωμένες, εγκαταλειμμένες πλευρές της χώρας μας που μαστίζονται από δηλητηριώδη πλήξη.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Ο Οικονομίδης αντιλαμβάνεται την παράνοια που εδρεύει στη σκάρτη συμπεριφορά, τη σαπίλα που διοχετεύεται μέσω της ανίας στο άτομο και το εγκλωβίζει σε μια κατάσταση ασφυξίας. Οι εικόνες του, αφόρητα ψυχρές, σκαλώνουν στην καταπιεστική μοναξιά των χαρακτήρων του και στις αναμφισβήτητες πληγές τους. Τα παθήματά τους υποδηλώνουν την ενοχή τους, αφού, βαφτισμένοι στην αυταρέσκεια και την πανουργία, ρημάζουν στο τέλμα της ανορθόδοξης απληστίας τους. Η ελληνική πραγματικότητα του ωχαδερφισμού και του παλιμπαιδισμού αναθρέφει άτομα δύσπιστα και αφερέγγυα, παρατημένα στο έρεβος του αδιόρατου εχθρού της αμετακίνητης μιζέριας. Η ματαιοδοξία και η έλλειψη παιδείας αποτελούν τις αιτίες πίσω από την ψυχική κατάπτωση, ενώ η απουσία εμπιστοσύνης και η εντιμότητας, εννοιών ασήμαντων για τους πρωταγωνιστές, ουσιαστικά δικαιώνει το φρικιαστικά απολαυστικό φινάλε. Το νόημα εκπέμπεται ευδιάκριτα· ο τρόπος απεικόνισης θα μπορούσε να είναι (εννοείται) καλύτερος.