Μία ομάδα από gangsters από τις κρύες γειτονιές της Βοστώνης, εγκαθίστανται στην Florida για να αναλάβουν την διακίνηση ποτού. Τα σχέδια τους φτάνουν μέχρι το φαινόμενο του τζόγου, με τον Joe Coughlin να έχει μεγαλύτερα σχέδια για το μέλλον με κίνητρο την προσωπική του λύτρωση.
Joe Coughlin: This is heaven. Right here. We’re in it now.
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Βοστώνη 1929. Παρανομίες, ναρκωτικά, ποτοαπαγόρευση, δολοφονίες, διαφθορά, φαρδιά κουστούμια, καπέλα, όπλα και εντυπωσιακές γυναίκες αποτελούν σήμα κατατεθέν της εποχής. Ένας άντρας θέλει να αφήσει το σημάδι του στον κόσμο. Μετά από μία καριέρα σε μικροκλοπές, μία μεγάλη προδοσία θα είναι το κίνητρο του για να γίνει μέλος της ιταλικής μαφίας, αναλαμβάνοντας την διακίνηση ποτού στην Florida.
Στα της ταινίας, πρόκειται για την ιστορία του Joe Coughlin, ενός ιρλανδού κλέφτη με πατέρα αστυνομικό. Ξέρει πως για να επιβιώσει πρέπει να ζήσει στην παρανομία. Μόνο που στον χώρο αυτό, δεν χωράνε συναισθήματα.
Ξεκινάμε με ίσως το μεγαλύτερο λάθος/μάθημα του πρωταγωνιστή. Με την φωνή του να μας εξιστορεί την οπτική του πλευρά, έχουμε το ένα και μοναδικό πισωγύρισμα της. Αργούμε να μπούμε στο ενδιαφέρον κομμάτι, και ίσως σκόπιμα διότι έχουμε πολλά να δούμε. Δεν ξέρω που χάλασε η μαγιά, αλλά ίσως οι προσδοκίες μας να ήταν πιο ψηλές από ότι χρειαζόταν.
Όλη η πρώτη πράξη αποτελεί τα θέλω και πιστεύω του Coughlin, καθώς και τα κίνητρα του για να τον κατεβάσουν από το ροζ συννεφάκι του έρωτα. Το Αμερικανικό όνειρο ήρθε και είναι πραγματικότητα, αλλά όταν ένα πρόβλημα εμφανιστεί δεν θα είναι σε θέση να το αντιμετωπίσει.
Η ταινία εξιστορεί με κινηματογραφικά κόσμιο τρόπο της βαρβαρότητα της εποχής, και δίνει βάση στον πρωταγωνιστή και την πορεία του. Φαντάζει λίγο από ψέμα, λίγο από υπερβολή και σίγουρα δεν μπορεί να συγκριθεί με δημιουργούς που έχουν θίξει το ίδιο θέμα στο παρελθόν, όπως ο Sergio Leone με το αριστουργηματικό Once Upon a Time in America (1984) ή να φτάσει τη δράση του Gangster Squad (2013).
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Προφανώς θα ξεκινήσω από το νούμερο ένα όνομα που παρελαύνει στις αφίσες. Ο Ben Affleck (Batman v Superman) πλέον έχει ανέβει κατά πολύ στην υπόληψή μας. Είναι η δεύτερη ταινία που σκηνοθετεί που είναι βασισμένη σε νουβέλα του Dennis Lehane, με την πρώτη να είναι το Gone Baby Gone και η 5η στο σύνολο. Πρωταγωνιστεί και σκηνοθετεί την ταινία, παίρνοντας και τον ρόλο από τον Leonardo DiCaprio, o οποίος έκατσε στην θέση του παραγωγού.
Χρυσό στα πλάνα, χάλκινο στον ρυθμό. Κάπου μας βάρυνε, κάπου μας έχασε, κάπου μας κέρδισε. Δυστυχώς τον έχουμε δει και σε καλύτερο ρυθμό, όπως στο πολύ πετυχημένο Argo (2012) και στο The Town (2010). Η υποκριτική του όμως ήταν σωστή, με ωραίο στήσιμο και μελέτη αν εξαιρέσουμε την προφορά που ξέφευγε πότε πότε. Αν πραγματικά μπορούσα να του μιλήσω, θα του πρότεινα να κάτσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη και να μείνει πίσω από τις κάμερες για το υπόλοιπο της καριέρας του. Με μία εκπληκτική σκηνή κυνηγητού, με το τέλος που έπεσαν βροχή οι σφαίρες καθώς και τα air shots με τον ήλιο να δύει οι ικανότητες του έχουν ανέβει επίπεδο. Οπότε, αυτή η ταινία ήταν ένα ζέσταμα πριν την ταινία Batman που θα είναι η πρώτη του μεγάλη παραγωγή.
Μεγάλη βοήθεια, ο διευθυντής φωτογραφίας Robert Richardson, ο οποίος θέλησε να γυρίσει την ταινία με τους Ultra Panavision anamorphic φακούς των 70mm, που χρησιμοποίησε στο The Hateful Eight, αλλά είχαν ήδη δοθεί για τα γυρίσματα του Rogue One.
Από τους χαρακτήρες που θα σου μείνουν είναι ο Dion κατά κόσμων Chris Messina (Argo) καθώς ο Brendan Gleeson (Edge of Tomorrow) και o μοναδικός Chris Cooper ο οποίος έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με τον Affleck, στο The Town.
Το score της ταινίας σίγουρα κάπου υπήρξε. Για να το λέω αυτό, σίγουρα δεν μου έμεινε.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Τα τελευταία χρόνια ο Ben Affleck δείχνει βήματα επαγγελματισμού. Πλέον δεν έχει ανάγκη από την φήμη του ωραίου, οπότε θέλει να αποκτήσει την φήμη του δημιουργικού. Ως φανατικός της σκηνοθετικής του ματιάς θα πηγαίνω να βλέπω ταινίες του, μέχρι τα βαθιά γεράματα. Αν λοιπόν σε συνδυασμό με τα παραπάνω, σας αρέσει και η εποχή των ’20 (όπως εμένα), τότε αγαπητοί μου αναγνώστες go for it. Αντικειμενικά όμως, δεν είναι η καλύτερη ταινία του.