Μουσικής συνέχεια… Ένα αρκετά παραγνωρισμένο, μα πολύ ιδιαίτερο πάντρεμα μουσικής και εικόνας στον κινηματογράφο, είναι το musical. Εντάξει, εδώ στο “Ελλάντα” μας φέρνει στον νου τον Δαλιανίδη και την Μάρθα Καραγιάννη με αποκαλυπτικά σύνολα, να προσφέρουν λίγο σάρκα στον πεινασμένο και καταπιεσμένο Έλληνα της δεκαετίας του 60. Όχι ότι κάποιες από αυτές τις ταινίες δεν ήταν καλές. Ίσα ίσα, η μουσική, τα κουστούμια και τα σκηνικά ήταν υψηλών standards, λαμβάνοντας υπόψιν τη θέση της “Ελλαδίτσας” στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη. Απλά, πώς να το κάνουμε, το είδος γεννήθηκε, ευδοκίμησε και γιγαντώθηκε, που αλλού, στο Hollywood. Χορός, τραγούδι και πολλή μουσική από πολυμελείς ορχήστρες, γρήγορο μοντάζ και πολλή χαρά (συνήθως). Βάλτε κι εσείς το πιο ωραίο σας χαμόγελο και ξεκινάμε.
Ίσως το πιο διάσημο musical όλων των εποχών, μετέφερε το κοινό στην έντονα χρωματισμένη, από το πρωτοχρησιμοποιημένο Technicolor, γη του Οζ, η οποία είναι γεμάτη περίεργα πλάσματα – μαϊμούδες που μιλάνε, μάγισσες και έναν καλά κρυμμένο μάγο. Η Judy Garland παίζει ένα κοριτσάκι που προσπαθεί απλώς να βρει το δρόμο για να γυρίσει πίσω στο σπίτι της στο Κάνσας, συνοδευόμενη από τους αφοσιωμένους φίλους της, ένα Λιοντάρι, ένα Σκιάχτρο και έναν μεταλλικό άνθρωπο. Στον δρόμο αυτό, μέσα στον μαγικό κόσμο του Οζ, θα απολαύσουμε τα κλασικά πια άσματα Over the Rainbow & We’re off to see the Wizard. Μια αλληγορία επάνω στην ενηλικίωση και τον αποχαιρετισμό στην παιδικότητα, ντυμένη με πανέμορφα τραγούδια, που ακόμα και τώρα 80 χρόνια μετά συνεχίζουν να τραγουδιούνται.
Ίσως οι πιο αγαπημένες 12 νότες σε ολόκληρη την ιστορία του κινηματογράφου βρίσκονται στο ομώνυμο τραγούδι του τίτλου σε ένα από τα πιο iconic musical που έγιναν ποτέ. Δεν υπάρχει τίποτα που το Hollywood αγαπάει περισσότερο από ότι μια ταινία για το ίδιο. Ο Kelly σκηνοθετεί με μαεστρία το κλασικό πια φιλμ, όπου το εμπνευσμένο στήσιμο των σκηνών κάνει τα θεατρικά μέρη του έργου να δουλεύουν υπέροχα και στην μεγάλη οθόνη – επίτευγμα όχι τόσο εύκολο.
Αξεπέραστη είναι και η συνεισφορά του διευθυντή φωτογραφίας του “The Wizard of Oz” του κυρίου Harold Rosson, ο οποίος χρωματίζει το όραμά του σκηνοθέτη με την Technicolor παλέτα του. Τέλος το υπέροχο τρίο των πρωταγωνιστών (Kelly, Debbie Reynolds, και Donald O’Connor) δίνει τα ρέστα του με την απίστευτη χημεία του. Όλα τα παραπάνω, μαζί φυσικά με τα πανέμορφα τραγούδια και τις χορογραφίες, συνιστούν επαρκή επιχειρήματα για το γεγονός πως το Singin’ in the Rain δεν θα γίνει ποτέ ντεμοντέ και παρωχημένο, παρά τα χρονάκια του.
Μια ταινία που προηγήθηκε των περισσότερων από εμάς και σίγουρα θα ξεπεράσει όλους μας, το West Side Story θα μπορούσε να ανοίξει με μερικά από τα πιο εικονικά πλάνα της Νέας Υόρκης, παρότι το μεγαλύτερο μέρος των μαγικού κόσμου της, είναι αποτέλεσμα της ερμητικά κλειστής (και προφανώς σκηνοθετημένης) “χιονόμπαλας” ενός κόσμου που ο Robert Wise και ο Jerome Robbins δημιούργησαν για αυτή την προσαρμογή στην μεγάλη οθόνη της επιτυχίας του Broadway.
Χρησιμοποιώντας ως έμπνευση το Romeo & Juliet του Σαίξπηρ, αυτή η ιστορία εκτυλίσσεται στη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και βλέπει τις αντίπαλες συμμορίες, τους Jets και τους Sharks, να μπλέκουν σε έναν επικίνδυνο αστικό πόλεμο, και κάπου εκεί ανάμεσα τους να γιγαντώνει ο έρωτας του Tony και της Maria. Τα τραγούδια του Leonard Bernstein και του Stephen Sondheim θα μπορούσαν να έχουν υποστηρίξει ακόμα και μια σύγχρονη προσαρμογή. Το West Side Story παρουσιάζει μια έντονα μαγεμένη εκδοχής της Upper West Side της Νέας Υόρκης, ενός εξωπραγματικού τόπου όπου κάθε τούβλο και χρώμα αισθάνεσαι σαν να το άγγιξε η αγάπη ανάμεσα στον Τόνι και τη Μαρία. Και η πρωταγωνίστρια Rita Moreno βρίσκεται εκεί με την τόσο γεμάτη ζωή ερμηνεία της, για να κάνει ολόκληρη την ταινία να φαίνεται πέρα για πέρα ρεαλιστική.
Κατά τη διάρκεια μιας περιόδου οκτώ μηνών στα μέσα της δεκαετίας του ’60, η Julie Andrews προτάθηκε 2 φορές για Όσκαρ, και τις 2 για τον ρόλο της καλύτερης νταντάς του κόσμου, η οποία τραγουδάει και χορεύει. Τελικά κέρδισε το 1965 για την ερμηνεία της ομώνυμης ηρωίδας, της γκουβερνάντας με τις μαγικές ικανότητες, που καλείται να «συμμαζέψει» δυο παραμελημένα παιδιά αστού τραπεζίτη στο Εδουαρδιανό Λονδίνο, της περίφημης Mary Poppins. Ο προτιμώμενος τρόπος μετακίνησης της Mary είναι μια ομπρέλα, η τσάντα της φέρει έπιπλα αξίας και απολαμβάνει πάρτι τσαγιού στην οροφή. Με τα παιδιά να την ακολουθούν μαγεμένα, παρέα με τον εκκεντρικό καπνοδοχοκαθαριστή Bert (Dick van Dyke), σε κόσμους αλλιώτικους, με συνοδοιπόρους κινούμενα σχέδια σε πολλές περιπτώσεις (τεράστια Disney!), η Mary Poppins ταξιδεύει μαζί με αυτά κι εμάς σε ένα ταξίδι διατήρησης της παιδικότητας και της φαντασίας μας, σε πείσμα των πρέπει της ενήλικης ζωής.
Η ταινία είναι απολαυστικά ιδιόμορφη, απροσδόκητα βαθιά, και όχι τόσο γλυκανάλατη όσο το μάρκετινγκ της θα ήθελε να πιστέψουμε. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, πως το φιλμ αυτό προτάθηκε για 13 Όσκαρ – περισσότερα από οποιαδήποτε ταινία της Disney μέχρι σήμερα – και επίσης χάρισε στον Walt Disney το μοναδικό Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας που έλαβε εν ζωή.
Οι Αμερικάνοι λένε πως ο διάβολος κατέχει τους καλύτερους ρυθμούς, και αυτό το musical το επιβεβαιώνει: σατανικά πιασάρικα, τρομακτικά σαγηνευτικά τραγούδια. Σκηνοθετείται και χορογραφείται με μπόλικο «ηλεκτρισμό» από τον Bob Fosse, με τραγούδια των Kander και Ebb που κολλάνε άμεσα στο μυαλό. Το Le Cabaret είναι γεμάτο από το πιο σεξιστικό είδος κυνισμού και decadence απελπισίας. Χρόνια μετά την κυκλοφορία του εξακολουθεί να μοιάζει με μια εξαιρετικά ρεαλιστική επανεξέταση της εθνικιστικής μουσικής διάθεσης της δεκαετίας του 30, με τη ναζιστική απειλή να καραδοκεί και την τελική αποδοχή του κακού με ένα τραγούδι ή μια γκριμάτσα που κρύβει τον κατεσταλμένο πόνο.
Είναι το αντίθετο του The Sound of Music που έκανε παγκόσμια αίσθηση επτά χρόνια νωρίτερα: εκείνο ήταν μια αποφασιστικά ιδεαλιστική περιγραφή της αυστριακής αντίστασης στον Χίτλερ. Αυτό δεν είναι παρά ένα συναρπαστικό κατηγορητήριο για την απληστία του κακού και για την αδύναμη και ακατανόητη στάση των συμμάχων απέναντι στην αυξανόμενη ευρωπαϊκή απειλή, βουτηγμένο μέσα στον πλήρη πεσιμισμό. Αξέχαστες και οι ερμηνείες, κυρίως της Lisa Minnelli.
Τα στοιχεία που έκαναν το Grease smash hit το 1978 είναι αδύνατο σήμερα να κατανοηθούν: το έτος που αναδύθηκε το punk και οι Sex Pistols, ένα νοσταλγικό σκηνικό με faux 50s τραγούδια και ένα cast με μέση ηλικία 30 που παίζει εφήβους έγινε το πιο εμπορικό musical στις ΗΠΑ, τιμή που κατέχει μέχρι σήμερα. Ο λόγος που το Grease έγινε κλασικό, είναι επειδή αποτελεί μια γιορτινή απεικόνιση της ανατροπής της εποχής που αναδημιουργεί.
Ο σκληρός τύπος της συμμορίας, συναντά το χαριτωμένο κορίτσι – και το story εξελίσσεται σε έναν παράλληλο κόσμο στον οποίο όλα τα φετίχ των 50’s (τα μαχαίρια, το rock’n’roll, η νεανική εγκληματικότητα, η εφηβική εγκυμοσύνη και το κάπνισμα) είναι mainstream. Σήμερα φαίνεται αδύνατο να κατανοήσουμε ότι μια τόσο family-friendly ταινία περιέχει τόσα υπονοούμενα για το σεξ. Και αυτό οφείλεται στο ότι η Paramount την παραμέλησε σαν ταινία. Έτσι, άθελα της, έδωσε απίστευτη ελευθερία στους δημιουργούς της, που την εκμεταλλεύτηκαν, κάνοντας το φιλμ τόσο φρέσκο και ανεπιτήδευτό, σαν ένα κλασικό rock n roll hit των 60s.
Αυτό το musical ή το αγαπάς πολύ ή το μισείς πολύ. Δεν υπάρχει ενδιάμεσος δρόμος. Ο Baz Luhrmann μπορεί να χρησιμοποιεί την επανεκτελεση γνωστών pop τραγουδιών του Elton John και των The Police, μεταξύ άλλων , αλλά κέντρο της ιστορίας του, είναι το μποέμ Παρίσι του 19ου αιώνα. Ο πιο όμορφη χορεύτρια του dancehall του Moulin Rouge (Nicole Kidman) και ένας φτωχός συγγραφέας (Ewan McGregor) ερωτεύονται, αλλά πρέπει να κρατήσουν το ρομάντζο τους μυστικό για να μην θέσουν σε κίνδυνο το κλείσιμο του καμπαρέ. Και με βάση αυτήν την απλή ιστορία παρακολουθούμε έναν απίστευτο οργασμό χρωμάτων, σκηνικών, κουστουμιών, επενδυμένο με υπέροχα τραγούδια και πολύ κέφι από τους πρωταγωνιστές. Ρηχό μεν, υπέροχο δε.
Η Velma Kelly και η Roxie Hart του Chicago είναι δύο από τους πιο badass ρόλους γυναικών στην ιστορία του Broadway. Εδώ, η Catherine Zeta-Jones και η Renee Zellweger αναπαριστούν με μπρίο, και μπόλικη βιτριολική κακία, τις άσπονδες εχθρούς σε αυτό το larger-than-life musical για το έγκλημα, τη φήμη και την εκδίκηση. Στιλιζαρισμένη παραγωγή, σκηνικά αντάξια των musicals περασμένων δεκαετιών, μα στο επίκεντρο πάντα το παραπάνω απίστευτο δίδυμο των πρωταγωνιστριών, που απογειώνει την ταινία. Δεν είναι τυχαίο ότι σάρωσε στα Oscars του 2003, κυρίως στις τεχνικές και μουσικές κατηγορίες. Ένα χάρμα οφθαλμών, όπως και οι δυο κυρίες του…
ABBA fans, αυτό είναι για εσάς! Η ταινία μπορεί να υπερηφανεύεται για το super star cast της (Meryl Streep, Amanda Seyfried, Colin Firth, Pierce Brosnan, μεταξύ άλλων), για τα catchy pop anthems και την υπέροχη απεικόνιση των ομορφιών της Σκοπέλου! Η πλοκή, σχετικά προσχηματική (μια νεαρή μελλοντική νύφη που προσκαλεί τρεις άνδρες στον επερχόμενο γάμο της, με την ελπίδα να ανακαλύψει ποιος από αυτούς είναι ο πατέρας της), μα ο ρυθμός γρήγορος, το μοντάζ δεμένο, και ένας ελληνικός ήλιος που κάνει τους star ακόμα πιο λαμπερούς.
Ένα φιλμ, σαν διαφημιστικό του ΕΟΤ, μια τσιχλόφουσκα, που αποτελεί ένοχη απόλαυση, τουλάχιστον για εμένα, που λάτρευα (μέχρι την ηλικία των 12 τουλάχιστον), την ποπ ανεμελιά του διασημότερου σουηδικού γκρουπ στην ιστορία.
Αυτό το “μοντέρνο musical” του Damien Chazelle, που διαδραματίζεται – αλλά έχει και πρωταγωνιστή στην πραγματικότητα – το Los Angeles, ακολουθεί μια επίδοξη ηθοποιό (Emma Stone) και έναν παραδοσιακό τζαζ μουσικό (Ryan Gosling) που ερωτεύονται, καθώς αγωνίζονται να γίνουν διάσημοι και να “κάνουν την καλή” στον λαμπερό και ματαιόδοξο κόσμο του Hollywood. Από τη μεγάλη σκηνή έναρξης, όπου ένα γιγαντιαίο cast μετατρέπει την κόλαση της κίνησης του LA σε ένα all-singing και all-dancing μουσικο event, μέχρι την τελική what if σεκάνς, ολόκληρη η ταινία είναι ένας ύμνος στην χαρά.
Ένας ύμνος όχι αφελής, αλλά εμποτισμένος στην σύγχρονή εποχή, που αγκαλιάζει σύγχρονους προβληματισμούς, την κρυφή μελαγχολία της αθωότητας που χάνει από την κενοδοξία, και όλα αυτά θυμίζοντας τις χρυσές εποχές του παλιού Hollywood, αλλά όχι αντιγράφοντας. Επιπλέον το soundtrack, σε new jazz and swing ρυθμούς, είναι πραγματικά αλησμόνητο, ντύνοντας υπέροχα τους απίστευτους χρωματισμούς και τα settings του φιλμ.
ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ