Έχοντας πια την εμπειρία από τις προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες, μια μεγάλη εταιρία καταφέρνει πλέον να ανοίξει ένα θεματικό πάρκο με εκθέματα ζωντανούς δεινοσαύρους. Στην προσπάθεια τους για μεγαλύτερα κέρδη και επισκεψιμότητα θα δημιουργήσουν στα εργαστήρια τους ένα τεχνητό υβρίδιο δεινοσαύρου, συγκεντρώνοντας όλα τα τρομακτικά χαρακτηριστικά διαφόρων ειδών. Και κάπου εκεί όλα αρχίζουν να πηγαίνουν στραβά.
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Στα πλαίσια έλλειψης καινοτομίας από μεριάς Hollywood, είναι σύνηθες να βλέπουμε remakes ή sequels ταινιών που κάποτε γράφτηκαν με χρυσά γράμματα στην ιστορία του κινηματογράφου. Και κάπου εδώ είναι αναπόφευκτη η σύγκριση με τα παλιά, κάνοντας την ταινία να χάσει πόντους πριν καν μπεις στο σινεμά.
Κι είναι μια σύγκριση με το Jurassic Park του 1993 που επιδίωξαν οι δημιουργοί της. Άπειρα χαρακτηριστικά έρχονται ως deja-vous στο μυαλό σου. Ατάκες, τοποθεσίες, σκηνές, χαρακτήρες. Ίσως έγινε για να τιμήσει το παλιό και χτυπήσει στο ρομαντισμό των εξοικειωμένων από τις προηγούμενες θεατών, ίσως πάλι γιατί πίστεψαν ότι πρόκειται για μια χρυσή συνταγή.
Αλλά αυτή η σύγκριση είναι άδικη για την ίδια την ταινία. Αν την δεις με το βλέμμα του φανατικού οπαδού του Spielberg και των δεινοσαύρων του ’90 θα φύγεις με ανάμικτα συναισθήματα, αν τη δεις με καθαρό μάτι του 2015 τότε θα περάσεις καλά. Δυστυχώς μόνο αυτό.
Είναι ένα καλοστημένο blockbuster και τίποτα παραπάνω. Θα χορτάσεις περιπέτεια, κυνηγητά και δεινοσαύρους αλλά θα την ξεχάσεις μέσα στην επόμενη τριετία. Το feeling συνοψίζεται στο σεναριακό κλειδί της, στην προσπάθεια για μεγαλύτερο εντυπωσιασμό των θεατών, οι δημιουργοί μεγάλωσαν κατά πολύ τις δυνατότητες του υβριδίου. Έτσι και η ταινία, όλα σε μεγάλες δόσεις. Μεγαλύτεροι δεινόσαυροι, πιο γρήγοροι, πιο αδίστακτοι αλλά χωρίς την πινελιά ενός καλού σκηνοθέτη, αποτυγχάνουν να σε εντυπωσιάσουν.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Ο Steven Spielberg θα επιστρέψει στην παραγωγή μόνο, όπως είχε κάνει στο τρίτο sequel (το δεύτερο το σκηνοθέτησε κι όλας), αφήνοντας στο τιμόνι της σκηνοθεσίας τον μέτριο Colin Trevorrow. Μικρή η φιλμογραφία του κι αυτό έπρεπε να είναι σοβαρή ένδειξη έλλειψης εμπειρίας. Ήταν σα να είπαν “εντάξει έχουμε δεινόσαυρους, δε χρειαζόμαστε καλό σκηνοθέτη”.
Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους οι Chris Pratt (Guardians of the Galaxy) και Bryce Dallas Howard (The Village, Spider-man 3) διεκπεραιώνουν τους όρους του συμβολαίου που υπέγραψαν. Άλλωστε είναι κατά πολύ μικρότεροι από τους δεινοσαύρους. Σε δεύτερους ρόλους συναντάμε τους σαφώς πιο έμπειρους Irrfan Khan (Life of Pi) και Vincent D’Onofrio (Full Metal Jacket, Ed Wood), αλλά μικρή σημασία είχε καθώς έχουμε δεινοσαύρους.
Και η μουσική βαδίζει σε γνώριμα μονοπάτια, παίζοντας που και που αποσπάσματα από το original music score του 1993 του υπερμέγιστου John Williams. Αλλά πραγματικά προσπαθώ να την θυμηθώ μερικές ώρες μετά τη θέαση της ταινίας και δε μπορώ.
Δεινόσαυροι, το μόνο που θυμάμαι…
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Δεινόσα… οκ, πάλιωσε. Εκτός αν είσαι ο Ross από τα φιλαράκια, δε βρίσκω κάποιο άλλο σημαντικό λόγο να τη δεις. Άντε ίσως να θέλεις να περάσεις 2 ωρίτσες ξεγνοιασιάς χωρίς πολλά-πολλά. Ίσως γιατί έχει καλά οπτικά εφέ και πολλούς ψηφιακούς δεινοσαύρους. Δεινόσαυροι είπα; ΔΕΙΝΟΣΑΥΡΟΙ! Α, και είναι ενδιαφέρουσα για drinking game, κάθε φορά που εμφανίζεται ένας ..από αυτούς τους μεγάλους πράσινους, ξέρετε πως λέγονται πλέον!