Μια ομάδα από στρίπερς, κάτω από την πίεση της επιβίωσης στην Αμερική της οικονομικής κρίσης, λαμβάνει ακραία μέτρα για την εξασφάλιση της ευζωίας της.
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Η Destiny, μια τέως εργαζόμενη σε στριπτιζάδικο, δέχεται να παραχωρήσει συνέντευξη σε μια εκπρόσωπο του New York Magazine, η οποία ερευνά την απίστευτη ιστορία της υπεξαίρεσης χρημάτων μεγαλοστελεχών εταιριών από χορεύτριες. Εκνευρισμένη, συγκινημένη και συναισθηματικά αλλοτριωμένη, η Destiny ξετυλίγει το κουβάρι της σύλληψης της ιδέας του παραβατικού πλάνου που τους απέφερε διόλου ευκαταφρόνητα κέρδη.
Τρεις πυλώνες υποστηρίζουν το δημιούργημα της Lorene Scafaria: Η γυναικεία αλληλεγγύη σε πρώτο πλάνο, η ανδρική υπεροψία ως συνάρτηση οικονομικής ισχύος και κοινωνικής θέσης σε δεύτερη φάση και, τέλος, η παρανομία ως αναγκαστική διέξοδος αντίστασης στην πνιγηρή καθημερινότητα της καπιταλιστικής δυναστείας. Τα κορίτσια καταλήγουν στο πλάνο της οικονομικής αφαίμαξης των πελατών τους, όταν συνειδητοποιούν την κυριαρχία της αδικίας και την επικράτηση του δυνατότερου στον έξω κόσμο. Αναλογίζονται τις ευθύνες τους πρωτίστως προς τους δικούς τους ανθρώπους και, μεριμνώντας για τη διασφάλιση ενός σταθερού εισοδήματος ώστε να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες τους, προβαίνουν στην ηθικά αμφισβητούμενη πράξη της εκμετάλλευσης των σεξουαλικών ενστίκτων των αντρών με τα παχυλά εισοδήματα και τη μόνιμα περιφρονητική ματιά.
Η συνεργασία τους δε διέπεται από ατσαλάκωτη μεθοδικότητα. Ξεκινούν ορμητικά, καταστρώνοντας ένα σχεδόν ιδεατό πλάνο, το οποίο, όμως, τραντάζεται συθέμελα όταν στις σχέσεις τους υπεισέρχεται η καχυποψία και οι ψυχές τους πήζουν στην απληστία. Κάποιος θα μπορούσε να σημειώσει πως πρόκειται για μια τυπική ιστορία ανόδου και πτώσης, μια ακόμα απόδειξη της μωρής προσπάθειας για την πραγμάτωση του Αμερικανικού Ονείρου.
Θα του διαφεύγει, παρόλα αυτά, μια ουσιαστική διαφορά που αξίζει να υπογραμμιστεί. Οι γυναίκες σε αυτήν την περίπτωση δεν αποτελούν άβουλα πλάσματα περιορισμένου θάρρους. Συναλλάσσονται με το θεριό του βαλτωμένου καθωσπρεπισμού και επιλέγουν να το πολεμήσουν με κατεδαφιστική γενναιότητα. Επιτυγχάνουν ασυζητητί, καθώς, όπως επισημαίνει σωστά ένας από τους αστυνομικούς που αναλαμβάνουν τη διαλεύκανση της υπόθεσης, η καθυστέρηση στην εύρεση των “κακοποιών στοιχείων” οφείλεται πρωτίστως στον πληγωμένο εγωϊσμό των αρσενικών: Κανείς τους δεν είχε την ελάχιστη υποψία για τις αληθινές προθέσεις των επικίνδυνων κυριών, αφού στο μυαλό τους ήταν προικισμένες με ένα θελκτικό σώμα, αλλά μηδενικές νοητικές ικανότητες.
Εκτός από όλα αυτά, στην ταινία υπαγορεύεται ένας στέρεος προβληματισμός. Όταν η ατιμία έχει αποδεδειγμένα επικρατήσει, τίθεται σοβαρά θέμα εκλυτότητας; Τα μάτια των πελατών τους αναδύουν αδυσώπητο κυνισμό και η στάση τους σηματοδοτεί μια αίσθηση υπεροχής που επιζητά αποχαυνωμένη υπακοή. Οι γυναίκες δεν καταδέχονται την απολυτότητα του ανέφικτου και την πανούργα ασφάλεια που διέπει τη δειλία, οπότε ποντάρουν στην πυγμή τους και στον ξελιγωμένο σεξισμό των καμουφλαρισμένων απατεώνων.
Το καλό είναι πως η ταινία δεν εξαντλεί τους πολιτικούς προβληματισμούς της σε μια πρόχειρη ανάγνωση των ανισοτήτων που μαστιγώνουν την κοινωνική πραγματικότητα των ημερών μας. Αναρωτιέται αν, παρά τη δικαιοσύνη έξω από τα πλαίσια της νομιμότητας που διεκδίκησαν οι πρωταγωνίστριες, αξίζει να συνταραχθεί και να καταγγελθεί κάθε θεσμική αξία. Ο στοχασμός της, βέβαια, μένει κουτσουρεμένος, αφού δε διαθέτει την υπομονή να τον αναπτύξει, όμως έστω η επιδερμική νύξη που προβάλλεται, σπιθίζει ευχάριστα μέσα σε έναν μελοδραματισμό γυναικείου συνασπισμού.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Πρόκειται σίγουρα για τον ακρογωνιαίο λίθο της φιλμογραφίας της Lorene Scafaria. Οπωσδήποτε στηρίζεται στην καλύτερη εμφάνιση της υποκριτικής πορείας της Jennifer Lopez, ενώ υποβαστάζεται από την πληγωμένη φύση που εκπέμπει ο χαρακτήρας της Constance Wu και από έναν ορθά κατανεμημένο κινηματογραφικό χρόνο που σφιχτοδένει αποτελεσματικά το έργο. Οι δεύτεροι ρόλοι στέκονται στο ύψος των περιστάσεων, εκτός από τον G-Eazy, ο οποίος υπολείπεται ξεκάθαρα, όσο και αν τα τεχνάσματα της σκηνοθέτιδος αποπειράθηκαν να αποκρύψουν την ακαταλληλότητά του.
Το βιντεοκλιπίστικο στυλιζάρισμα προσδίδει μια αδρομερή κακοτεχνία σε ορισμένα σημεία, όμως αυτό καταλογίζεται και ως το μόνο παράπτωμα της σκηνοθεσίας. Συγκροτημένη, μα ελαφρώς απλουστευτική, η ταινία σκαρώνει ένα ελαττωματικό απόφθεγμα, μα όχι πλήρως ανεδαφικό ως προς τις βασικές αρχές που διατρέχουν τη βαρύτητά του. Επιπλέον, ξεχωρίζει ανάμεσα σε αντίστοιχες κυκλοφορίες, οπότε δεν περνά απαρατήρητη, άρα και δε στοιβάζεται μαζί με τις κινηματογραφικές αστοχίες στο αχανές της λήθης.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Επειδή ακριβώς ο ανθρωπισμός της ξεκαλουπώνεται από τα στενά όρια μιας ευπαθούς μονομέρειας και ως θεμέλιό της ορίζει μια ιδιότυπη φόρμα που κινείται επιτυχημένα ανάμεσα στον προβληματισμό και τη διασκέδαση, πετυχαίνει με μια αδιάλλακτη αντισυμβατικότητα την επικοινωνία ενός ισχυρού μηνύματος, δίχως να φαλιρίζει μέσα στο σύνθετο συλλογισμό της. Ψέγει την ανοσιότητα της συγκαιρινής πραγματικότητας, αλέθοντας προσεχτικά τα αμφιλεγόμενα κομμάτια της θεωρίας που πραγματεύεται, ενώ δεν αποπέμπει τη σημασία μιας ευχάριστης ατμόσφαιρας σαν άξονα ανάλυσης των θεματικών της.