Happy End (2017)

Poster

Η αποσύνθεση του ειδυλλιακού πορτρέτου μιας εύπορης οικογένειας που ζει στο Calais της Γαλλίας.

TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ

Πέντε χρόνια μετά το «Amour» ο Michael Haneke επιστρέφει με μια από τις δυνατότερες συμμετοχές του φετινού φεστιβάλ των Καννών. Όπως ίσως ήδη υποψιαστήκατε, ο τίτλος «Happy End» είναι άκρως ειρωνικός, όπως εξίσου ειρωνική είναι και η ίδια η ταινία. Ειρωνεύεται την σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία της υποκρισίας, ειρωνεύεται τις «τέλειες οικογένειες» που είναι νοσηρές στο εσωτερικό τους και, τέλος, ειρωνεύεται τον ίδιο της τον εαυτό.

Στην αρχή της ταινίας, μας περνάνε πολλές σκέψεις από το μυαλό που στην πορεία θα διαψευστούν από την μαεστρία του Haneke. Αρχικά, κάτι που ίσως το σκεφτήκατε ήδη κι εσείς, το θέμα μας φαίνεται τετριμμένο, το έχουμε ξαναδεί, δεν είναι αρκετά σύγχρονο ή πρωτότυπο. Δεύτερον, υπάρχουν στοιχεία που μας φαίνονται υπερβολικά, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι η οικογένεια έχει δύο Μαροκινούς υπηρέτες που ζουν σε ένα ξεχωριστό σπιτάκι μέσα στην έπαυλη. Μας φέρνει στο μυαλό ταινίες εποχής, που εκτυλίσσονται στην Αμερική της σκλαβιάς και γενικότερα δε μας θυμίζει το 2017. «Υπερβάλλει» σκεφτόμαστε, μας φαίνεται κλισέ και άκαιρο.

Στην πορεία όμως, η όποια αμφιβολία διασπάται. Ο Haneke ξετυλίγει αριστοτεχνικά τα «μυστικά» των μελών της οικογένειας: Ο παππούς που προσπαθεί απεγνωσμένα να αυτοκτονήσει, η μητέρα που προσπαθεί να κρύψει την έλλειψη ευαισθησίας της πίσω από την αφοσίωση στη δουλειά της, ο πατέρας που δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη, ο ανεπαρκής γιος, η «απογοήτευση» της οικογένειας που ξεσπά με κάθε ευκαιρία και η κόρη που, νιώθοντας εντελώς παραμελημένη καταφεύγει σε ακραίες πράξεις. Είναι όλοι τους χαρακτήρες που έχουμε ξανασυναντήσει, όμως ο Haneke, αντί να τους δίνει υπερ-δραματικούς ρόλους, βαρύγδουπα λόγια και μελό καταστάσεις, τους εμφυτεύει έναν σαρκασμό, σαν να συνειδητοποιούν και οι ίδιοι πόσο σάπια είναι η ζωή τους και πόσο μάταιες είναι οι προσπάθειες να προσποιηθούν ότι είναι κάτι άλλο.

Είναι εντυπωσιακό πως καταφέρνει η ταινία να μεταφέρει τόση συναισθηματική φόρτιση στο θεατή, χωρίς ουσιαστικά να ανεβάζει ποτέ τους τόνους. Όλοι οι χαρακτήρες διέπονται από μια σοκαριστική κυνικότητα, μια διαπεραστική αναλγησία που μας συνταράσσει. Πρέπει να σημειωθεί ότι, αντίθετα με το παραδοσιακό storytelling, ο Haneke δεν θέλει να συμπαθήσουμε ούτε να ταυτιστούμε με κανέναν από τους ήρωες (και να θέλαμε, είναι όλοι άκρως αντιπαθητικοί), θέλει απλώς να τους παρατηρήσουμε καθώς καταστρέφονται. Υπάρχουν στιγμές στην ταινία που οι χαρακτήρες συμπεριφέρονται τόσο απίστευτα κυνικά, που έχουμε σχεδόν την ανάγκη να διαμαρτυρηθούμε, όμως είναι αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό της ταινίας που την κάνει τόσο δυνατή και προκαλεί τόσο μεγάλο αντίκτυπο στο θεατή.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Στο σενάριο και τη σκηνοθεσία ο μεγάλος Michael Haneke, που με την διαπεραστική γραφή του και την λιτή σκηνοθεσία του καταφέρνει να δημιουργήσει κάτι εντελώς καινούριο και δυνατό από μια πρώτη ύλη που μας φαίνεται ξεπερασμένη. Φέρνει με πολύ έξυπνο τρόπο στοιχεία της σύγχρονης εποχής στην αφήγησή του και δίνει πολύ συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης στα στοιχεία εκείνα που μας φαίνονται αρχικά άστοχα. Το μοντάζ είναι εξαιρετικό και βοηθά ιδιαίτερα στη διατήρηση του απότομου και ψυχρού κλίματος που θέλει να μεταφέρει ο σκηνοθέτης.

Το σενάριο είναι πολύ δυνατό, βγάζει την ταινία από τα στερεότυπα στα όποια θα είχε τον κίνδυνο να προσπέσει αν την είχε γράψει κάποιος άλλος. Προτάσσει την κενότητα και τον κυνισμό έναντι του έντονου δράματος και των βεβιασμένων συναισθηματισμών. Μερικές φορές μας σοκάρει με την ψυχρότητά του, όμως καταφέρνει στο εκατό τοις εκατό να πει αυτό που θέλει.

Η ταινία βέβαια σίγουρα δε θα ήταν αυτό που είναι αν δεν είχε αυτό το δυναμικότατο καστ. Φυσικά, πρωταγωνιστούν οι αγαπημένοι του Haneke, Jean-Louis Trintignant και Isabelle Huppert. Ο 87χρονος Trintignant είναι συγκλονιστικός στο ρόλο του ηλικιωμένου παππού, που υποφέρει σε αυτό το ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον και προσπαθεί πάση θυσία να αφαιρέσει τη ζωή του. Η Huppert δίνει μια επίσης δυνατή ερμηνεία, ενσαρκώνοντας έναν από τους πιο ψυχρούς χαρακτήρες της ταινίας, ενώ εξαιρετική και η ερμηνεία του Mathieu Kassovitz στο ρόλο του πατέρα της 13χρονης Eve. Ερχόμαστε λοιπόν στην αποκάλυψη της ταινίας: η μικρή Fantine Harduin, είναι καταπληκτική στο ρόλο της τραυματισμένης κόρης του Kassovitz, ερμηνεύει με τρομακτική ακρίβεια τον πόνο που βιώνει ο χαρακτήρας της και καταφέρνει να αποδώσει τέλεια τη σκληρότητα που διαδέχεται αυτόν τον πόνο σε ένα σπίτι που ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο φαίνεται να συνδέεται σε ουσιαστικό επίπεδο είναι ο αυτοκτονικός παππούς της.

Μουσική δεν υπάρχει ουσιαστικά στην ταινία αλλά δεν θα μπορούσε να υπάρχει κιόλας αφού θα αλλοίωνε το κενό και ψυχρό κλίμα της ταινίας που ήταν απογυμνωμένη από κάθε παραμυθιακό στοιχείο της κινηματογραφικής τέχνης και ενέμεινε σε έναν πεζό ρεαλισμό ώστε να αναδείξει την ιστορία και τους χαρακτήρες της.

ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ

Το «Happy End» είναι ένα από τα must της νέας κινηματογραφικής σεζόν και ένα χαμηλών τόνων αριστούργημα που εξερευνά την αλλοτρίωση των οικογενειακών σχέσεων. Ο Michael Haneke υπογράφει ένα εξαιρετικό σενάριο που σίγουρα θα σας κρατήσει το ενδιαφέρον, ενώ οι ερμηνείες είναι άρτιες.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ

ΣΕΝΑΡΙΟ
9
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
8.5
ΜΟΥΣΙΚΗ
7.5
ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ
9
Reader Rating3 Votes
8.2
8.5