Παρίσι 1967. Ο Jean-Luc Godard έχει μόλις ολοκληρώσει την «Κινέζα» με πρωταγωνίστρια την σύζυγό του, την κατά 20 χρόνια μικρότερή του Anne Wiazemsky. Η υποδοχή της ταινίας είναι άκρως αρνητική, το κίνημα του Μάη του ’68 ξεσπά και ο Godard βρίσκεται ξαφνικά εν μέσω μιας καλλιτεχνικής και προσωπικής κρίσης.
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Ο Michel Hazanavicius, ο «ξενόφερτος outsider» που κέρδισε το Όσκαρ Σκηνοθεσίας για το “The Artist” το 2011, επιστρέφει ομιλών, και με τα έντονα βασικά χρώματα της γαλλικής nouvelle vague για να πραγματοποιήσει μια «ηλίθια, ηλίθια ιδέα». Έτσι χαρακτήρισε ο Jean-Luc Godard την ιδέα να γίνει μια ταινία με αντικείμενο τη ζωή του, όταν ο Hazanavicius τον ενημέρωσε για το σχέδιό του. Μια φράση που έγινε σχεδόν σλόγκαν της ταινίας όταν παρουσιάστηκε στο περσινό Φεστιβάλ Καννών, σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες. Είχε άραγε δίκιο ο JLG;
Η απάντηση: Καθόλου. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το “Le Redoutable” δεν είναι μια κινηματογραφική βιογραφία του μεγάλου σκηνοθέτη (μισούμε τα biopics σχεδόν όσο κι εσείς). Αντίθετα πρόκειται για μια πανέξυπνη, απολαυστικότατη κωμωδία, το χρονικό μιας συναρπαστικής, αλλά καταδικασμένης να αποτύχει, σχέσης και το πορτρέτο ενός καλλιτέχνη σε κρίση. Όλα αυτά, με μια πανταχού παρούσα ειρωνεία και ένα παιχνιδιάρικο κλείσιμο του ματιού προς τον θεατή που καθιστούν την ταινία ευφυέστατη, στην απλότητά της.
Είναι ξεκάθαρο από το πρώτο λεπτό ότι ο Hazanavicius δεν έχει καμία διάθεση να πλέξει το εγκώμιο του Godard, δεν τον αντιμετωπίζει ως έναν απλησίαστο εθνικό θησαυρό όπως οι περισσότεροι Γάλλοι σκηνοθέτες, αλλά τον προσεγγίζει με απεριόριστο χιούμορ, σχεδόν σαν μια καρικατούρα, που όσο κι αν δεν είναι κολακευτική, εξακολουθούμε να την έχουμε κρεμασμένη στον τοίχο του σαλονιού μας. O Godard του Hazanavicius είναι μια προσωπικότητα χαμένη, που προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει μια θέση σε έναν κόσμο που αλλάζει.
Όταν συνειδητοποιεί συντετριμμένος ότι δεν είναι πια ένα είδωλο της επανάστασης και της καινοτομίας, αλλά γίνεται σταδιακά ένα μέρος του συστήματος, ένας γραφικός σκηνοθέτης που «πρέπει να κάνει περισσότερες αστείες ταινίες με τον Belmondo», χάνεται ο κόσμος γύρω του. Όσο απεγνωσμένα κι αν προσπαθεί να λάβει μέρος στα γεγονότα, αυτά φαίνεται να τον προσπερνούν συνέχεια (κυριολεκτικά, αφού κάθε φορά που συμμετέχει στις διαδηλώσεις καταλήγει με σπασμένα γυαλιά, γεγονός που καθιστά την όρασή του αδύνατη).
Όλα αυτά, η κρίση του καλλιτέχνη και η κρίση μέσης ηλικίας (όλοι οι καλλιτέχνες πρέπει να πεθαίνουν στα 35, διακηρύττει ο 37χρονος Godard), το ραγδαίο κύμα αλλαγής που έφερε ο Μάης και ο έρωτας στα χρόνια της σαρωτικής επανάστασης είναι τα θέματα που ο Hazanavicius πραγματεύεται στο “Le Redoutable”, πάντα με μια ειρωνεία, μια αυθάδεια που ίσως μαρτυρά έναν κρυφό θαυμασμό ή μια νοσταλγία για μια εποχή που μένει χαραγμένη βαθιά στη συνείδηση της Γαλλίας αλλά και της Ευρώπης, αλλά και για ένα ιερό τέρας του κινηματογράφου που κανείς δε θα κατάφερνε να τσαλακώσει καλύτερα από τον Michel Hazanavicius.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Τη σκηνοθεσία αλλά και το σενάριο υπογράφει ο Michel Hazanavicius που αποφασίζει, παράλληλα με τη ζωή του Godard, να αποτυπώσει στην οθόνη και την κινηματογραφική ζωή της nouvelle vague. Μέσα σε δυο ώρες ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί όλες τις τεχνικές, την αισθητική αλλά και το φιλοσοφικό υπόβαθρο του σκηνοθετικού στιλ του Godard από την αρχή της καριέρας του, μέχρι τη μεγάλη στροφή που έκανε μετά το ’68. Είναι το αποτέλεσμα οπτικά φορτωμένο; Κάποιες στιγμές ναι, είναι σαν να παίζει με όλα τα στοιχεία trademark της nouvelle vague και να μην μπορεί να αποφασίσει τι του ταιριάζει περισσότερο. Υπάρχει όμως κάτι, στον ανάλαφρο και εξ ορισμού παιχνιδιάρικο τόνο της ταινίας που μας αποτρέπει από το να χαρακτηρίσουμε τη σκηνοθεσία φλύαρη.
Το διαμάντι όμως της ταινίας είναι το σενάριο. Πανέξυπνο, αστείο, γρήγορο, γεμάτο σπιρτάδα και ζωντάνια, χρησιμοποιεί την τεχνική της αποξένωσης του Μπρεχτ, που τόσο αγαπούσε ο Godard, για να μας καταστήσει σαφές ότι όλοι πρέπει να γνωρίζουμε πως αυτό που βλέπουμε δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια ταινία, μια ψευδαίσθηση που δεν πρέπει να την πάρουμε και πολύ στα σοβαρά. Σίγουρα ο Μπρεχτ δεν το είχε σκεφτεί ακριβώς έτσι, αλλά αυτό και μόνο είναι αρκετό για να δούμε πως ο Hazanavicius έκανε την καλλιτεχνική φιλοσοφία μιας ολόκληρης εποχής κτήμα του πονηρού σχεδίου του.
Στο ρόλο του Godard ο καλύτερος και ταυτόχρονα ο χειρότερος ηθοποιός γι αυτό το ρόλο. Ο Louis Garrel προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον τεράστιο θαυμασμό που τρέφει για τον JLG και στην καρικατούρα με την έντονη ελβετική προφορά που έχει φτιάξει γι αυτόν ο Hazanavicius. Τελικά, όχι απλώς τα καταφέρνει, αλλά δίνει μια αξιοπρόσεχτη ερμηνεία που πατά με το ένα πόδι στο σεβασμό προς τον απόλυτο κινηματογραφιστή και με το άλλο στα όρια του slapstick. Ο Garrel μπορεί να μην είναι η προφανής επιλογή για το ρόλο, είναι όμως η καλύτερη. Το ίδιο και η Stacy Martin στο ρόλο της Anne Wiazemsky, που έχει απίστευτη χημεία με τον Garrel και μαζί φτάνουν την ταινία στο υψηλό επίπεδο που της αξίζει.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Είναι λάθος να θεωρήσει κανείς ότι πρέπει να είναι γνώστης ή λάτρης του έργου του Godard για να δει, να απολαύσει και να εκτιμήσει την ευφυΐα του Hazanavicius σε αυτή την ταινία. Το “Le Redoutable” είναι μια γεμάτη ζωντάνια ταινία με πανέξυπνο σενάριο και τον Louis Garrel σε μια αξιομνημόνευτη ερμηνεία. Σιγουρευτείτε ότι δεν θα τη χάσετε μέσα στο συρφετό των καλοκαιρινών blockbuster και δεν θα το μετανιώσετε.
ΜΙΑ ΠΕΝΤΑΔΑ ΓΑΛΛΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΕΙΣ