Ο Riggan Thomson ελπίζει πως με το παράτολμο ανέβασμα του υποσχόμενου θεατρικού έργου θα καταφέρει, μεταξύ άλλων, να αναβιώσει την άλλοτε συναρπαστική και σπουδαία καριέρα του, αποδεικνύοντας τελικά στους γύρω του ότι δεν είναι ένας ακόμα ξοφλημένος, πρώην χολιγουντιανός αστέρας.
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Η καριέρα ενός ηθοποιού στο χώρο του θεάματος είναι ίδια με την ελεύθερη πτώση ενός φλεγόμενου κομήτη που αργοπεθαίνει. Έτσι ξεκινά και το φιλμ, εστιάζοντας σε έναν ξεπεσμένο πλέον ηθοποιό που έγινε διάσημος παίζοντας τον σούπερ-ήρωα Birdman. Ο τελευταίος εξελίχθηκε ως ο κακός του δαίμονας και στη προσπάθειά του για μια τελευταία αναγνώριση, πρωταγωνιστεί και σκηνοθετεί σε ένα θεατρικό έργο, παίζοντας τα όλα για όλα.
Αν το σενάριο σας ακούγετε οικείο (ο ήρωας που παλεύει με τα κόμπλεξ του και τελικά κάνει το πολυπόθητο πετυχημένο comeback παίρνοντας το χειροκρότημα) τότε δεν κάνετε λάθος. Είναι το αγαπημένο στόρι των Αμερικανών κριτικών κινηματογράφου, οπότε αυτός είναι και ο λόγος που το είδατε να παίζει δυνατά σε πολλά φεστιβάλ. Όπως λέει και μια ατάκα της ταινίας, δεν θα βάλω τίτλο-στάμπα για να βοηθήσω την κριτική μου, αλλά θα την κρίνω ως ένας εξωγήινος τρόπον τινά, που δεν έχει διαβάσει τίποτα πριν ή μετά τη θέαση της.
Ξεκινώντας από κάτι που πραγματικά μου άρεσε, η κινηματογράφηση του Iñárritu (Babel, Amores Perros, 21 Grams) είναι πολύ ιδιαίτερη καθώς σου δημιουργεί την ψευδαίσθηση του μονόπλανου. Φαινομενικά δηλαδή υπάρχει μια συνεχιζόμενη αλληλουχία σκηνών, όπως ακριβώς σε ένα θεατρικό έργο, με “ερμηνευτικό σανίδι” ένα τετράγωνο στο φημισμένο Broadway. Το μοντάζ δεν παίρνει πουθενά “ανάσα” κάνοντας τη ροή γρήγορη και αισθητικά ζωντανή (με την έννοια του live, όχι vivid).
Πολύ δυνατές οι ερμηνείες όλων (δεν υπάρχει παραφωνία) σε τέτοιο βαθμό που αισθάνθηκα πως παρατηρούσα έναν “ερμηνευτικό καβγά”. Η προφανής αντιστοιχία του πρωταγωνιστή (Michael Keaton) με τον χαρακτήρα που ενσαρκώνει, είναι ένας ακόμη λόγος που την κάνει πιο ρεαλιστική. Ο Keaton στο παρελθόν έχει ενσαρκώσει τον Batman και αφού τα τελευταία χρόνια βρέθηκε “χαμένος στη μετάφραση”, κάνει το δικό του comeback. Το Birdman με υπερφόρτωσε με τέτοιου είδους συμβολισμούς και αντιστοιχίες γύρω από το πως η αναζήτηση αναγνώρισης και κύρους οδηγεί στην αποξένωση και τελικά στην παράνοια.
Η παντελής έλλειψη μουσικής επανέφερε το ισοζύγιο του ενθουσιασμού μου και πάλι σε κανονικά επίπεδα, αφήνοντας στα αυτιά μου ένα τεράστιο “γιατί;”. Το δε σενάριό της ήταν πολύ “επίπεδο” (flat) για τα γούστα μου, καταφέρνοντας να χαρακτηρίσει το όλο σύνολο ως μια εύπεπτη κουλτουριά.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Αξίζει να δώσω τα εύσημα στη παραγωγή για την εκπληκτική δουλειά στο casting με επιλογές που την δικαιώνουν στο απόλυτο. Ο Michael Keaton (παίζοντας ουσιαστικά τον εαυτό του) επιστρέφει για τα καλά στο προσκήνιο με τον Edward Norton όμως να κλέβει τη παράσταση, ως ο βιωματικός ταλαντούχος ηθοποιός της παράστασης. Ο καλύτερος μονόλογος του φιλμ ανήκει στην καταπληκτική Emma Stone (η εξαρτημένη κόρη του ήρωα) με τους Zach Galifianakis και Naomi Watts να παίρνουν λίγα λεπτά ερμηνευτικής αναγνώρισης που τόσο τους λείπουν.
Για όσους θέλουν να διαβάσουν την αυθεντική ιστορία της θεατρικής παράστασης που προβάλετε, ας ρίξουν μια ματιά στο βιβλίο του Raymond Carver, What We Talk About When We Talk About Love από το μακρινό 1981.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Όπως πάντα, έτσι και εδώ, η ελληνική προώθηση της ταινίας κάνει το λάθος να την προωθήσει ως κωμωδία της χρονιάς. Το φιλμ είναι κλασικό pure drama που προσπαθεί από το πρώτο λεπτό να προβάλει την εσωτερική πάλη του πρωταγωνιστή του. Οι λάτρεις του θεάτρου θα την αγαπήσουν καθώς θα βιώσουν για τα καλά την ένταση των παρασκηνίων μιας παράστασης, λίγο πριν αυτή ανοίξει τις πόρτες της στο κοινό. Παρ’ όλα αυτά πρέπει να σημειώσω πως πρόκειται για μια οσκαρική ταινία με ότι αυτό συνεπάγεται (όσοι αγαπάτε να τις μισείτε με καταλαβαίνετε) η οποία ναι μεν μου άφησε κάτι, δεν θα μπει όμως ποτέ στη λίστα με τις αγαπημένες μου.