Πίσω από την καθηλωτική ομορφιά της Άννα Πολιάτοβα κρύβονται βαθιά μυστικά που θα την οδηγήσουν στον επικίνδυνο κόσμο της κατασκοπείας.
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Αυτή είναι η επιστροφή του Luc Besson, σχεδόν ένα χρόνο μετά το διαγαλαξιακό Valerian and the City of a Thousand Planets, να καταπιάνεται με το κινηματογραφικό είδος με το οποίο έγινε αρχικά γνωστός, δηλαδή τις κατασκοπευτικές ταινίες. Θα το έλεγε κανείς και επιστροφή στην πεπατημένη, αλλά αυτό θα αδικούσε την ταινία κατάφωρα.
Η ταινία μας διαδραματίζεται στα μέσα της δεκαετίας του 80′ στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, όπου με την βοήθεια flashbacks παρακολουθούμε την πορεία της πρωταγωνίστριας, που από μια κοπέλα έρμαιο στα χέρια του εκάστοτε συντρόφου-προστάτη της, μεταμορφώνεται σταδιακά σε μια από τις αποτελεσματικότερες και φονικότερες κατασκόπους των Σοβιετικών Μυστικών Υπηρεσιών.
Η ταινία αποτελεί ένα -επιτυχημένο κατά γενική ομολογία- κράμα κατασκοπευτικού θρίλερ και ταινίας δράσης, μια μίξη Tinker Tailor Soldier Spy και John Wick (οι σκηνές δράσης ήταν πανομοιότυπες αν και γυρισμένες με μεγαλύτερη μαεστρία). Το μεγάλο πρόβλημα συνήθως τέτοιου είδους ταινιών (και ο λόγος που πήγα στο σινεμά κρατώντας μικρό το καλάθι των προσδοκιών μου) είναι ότι αποτυγχάνουν να είναι αληθοφανείς. Κάπου, σε κάποιο σημείο, σε κάποιο turning point της πλοκής σε πετάνε έξω από την ιστορία με τις οπτικές υπερβολές που παρουσιάζονται μπροστά στα μάτια σου.
Αυτή λοιπόν ήταν η επιτυχία της συγκεκριμένης ταινίας. Καταφέρνει να κρατήσει τον θεατή εντός του στόρυ, με όπλα την συμπάθεια (empathy) του κοινού ως προς την πρωταγωνίστρια (ο Besson κατάφερε να γράψει έναν στιβαρό πρωταγωνιστικό χαρακτήρα με βάθος, μετουσιώνοντας στην πράξη την φράση “τα φαινόμενα απατούν”) αλλά και τις αληθοφανείς ιστορίες που εκτυλίσσονται και διαμορφώνουν τον ρου της ιστορίας του φιλμ.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Στην σκηνοθεσία και το σενάριο, το χρυσό παιδί του γαλλικού εμπορικού σινεμά των ’90s, o 60αρης πλέον Luc Besson, ο οποίος βρίσκεται σε καλό κινηματογραφικό φεγγάρι την τελευταία διετία. Δεμένο σενάριο, στιβαροί χαρακτήρες με υπόβαθρο, υποδειγματική σκηνοθεσία που αποδίδει στο έπακρο την μουντή ατμόσφαιρα της εποχής, την κατάθλιψη των ηρώων της αλλά και ιδιαίτερα εντυπωσιακές σκηνές δράσης όπου αυτό χρειάζεται. Well done Luc.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, έχουμε την αποκάλυψη της ταινίας, την απόκοσμα εκθαμβωτική και παράλληλα εύθραυστη, εκ Ρωσίας ορμώμενη, Sasha Luss, η οποία κάνει θεαματική μετάβαση από τον χώρο του μόντελινγκ σε αυτόν του κινηματογράφου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο ερμηνευτικός στυλοβάτης της ταινίας, καθότι είναι τέτοιο το ειδικό βάρος που καλείται να σηκώσει στους ώμους της και παρόλα αυτά τα καταφέρνει ιδιαίτερα καλά.
Κάτι τέτοιο όμως, θα ήταν άδικο και για τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές της ταινίας οι οποίο στάθηκαν στα υψηλά standards που μας έχουν συνηθίσει σε όλα τα χρόνια της καριέρας τους. Να ξεκινήσουμε από την Dame Helen Mirren, αυτή την 74χρονη θεά που είναι ικανή να δώσει σημασία ακόμη και στον πιο αδύναμο ρόλο, να παραδίδει ακόμη μια μεστή ερμηνεία. Τον Luke Evans (The Hobbit trilogy) να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, δηλαδή να υποδύεται τον δυνατό, πλην ευαίσθητο, ήρωα. Και τον εξαιρετικό Cillian Murphy (Peaky Blinders) να προσδίδει την απαραίτητη παγερή του γοητεία εκεί όπου είναι απαραίτητο.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Η απάντηση είναι σχετικά απλή. Να την δεις γιατί είναι μια καλή, τίμια ταινία που θα σου προσφέρει όλα εκείνα (ερωτισμό, σασπένς, δράση, συναίσθημα) για τα οποία σηκώθηκες από τον καναπέ σου και πήγες στην σκοτεινή αίθουσα του κινηματογράφου.