Γυρνώντας απ’ την πρεμιέρα της νέας ταινίας του Τζαφάρ Παναχί, “Αρκούδες δεν υπάρχουν”, παρατήρησα ότι στις δημιουργίες από χώρες τις κεντρικής και δυτικής Ασίας, όπου πραγματεύονται τις δυσκολίες του να ζεις σε ένα καθεστώς απαγόρευσης της ελεύθερης έκφρασης στο σινεμά και γενικότερα στην τέχνη, λίγες φορές η θεματική έρχεται στο πρώτο επίπεδο, δεν έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, λειτουργεί ως απαισιόδοξο πέπλο που τυλίγει μια ήδη τραγική στον πυρήνα της ιστορία. Ορισμένες φορές βγαίνοντας από μια μη χολιγουντιανή ταινία, γρατζουνάμε την γεμάτη “Αμερικανισμό” κεφάλα μας, καθώς είμαστε και αντιγραφείς κουλτούρα τρομάρας μας, λέγοντας “Τι τα θέλω εγώ αυτά”, “δεν κατάλαβα τίποτα”. Όντως, πολλές φορές δεν μπορείς με την πρώτη να “πιάσεις” ένα έργο τέχνης, δεν έχουν όλοι τη διάθεση να το σκεφτούν παραπάνω, να δουν “τι θέλει να πει ο ποιητής” λαϊκίστικα, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι πολύ πιο απλό απ’ ότι πιστεύουμε ή φανταζόμαστε στο γεμάτο λογαριασμούς και υποχρεώσεις μυαλό μας.
Ο Τζαφάρ Παναχί, Ιρανός σκηνοθέτης του οποίου η έξοδος έχει απαγορευτεί απ’ τη χώρα, κάνει συνεχώς ταινίες για τη λογοκρισία στην τέχνη, συνήθως στο είδος του “Docudrama”, δηλαδή κάτι ανάμεσα σε ντοκιμαντέρ και δραματική ταινία είδους, σε μια χώρα που η ανεξαρτησία στην τέχνη θεωρείται υπέρμετρη πολυτέλεια. Εκτός όμως, από καταγγελτικός προς την διακυβέρνηση και την ανεξαρτησία της τέχνης όπως την αντιλαμβάνεται ο ίδιος, σε αυτή την περίπτωση στέκεται και στην σημασία της ως προς την πραγματική ζωή, ένα ζευγάρι που έχει περάσει τα πάνδεινα, βασανισμούς, διωγμούς, δέχεται να κινηματογραφηθούν οι προσπάθειες τους για ανοικοδόμηση της ζωής τους, πράγμα που φέρνει προ τετελεσμένου το ζευγάρι, σε μια απ’ τις πιο συγκινητικές και “in your face” σκηνές της ταινίας, η κοπέλα δεν αντέχει και αυτοκτονεί.
Στην αρχή δυσανασχέτησα, σκέφτηκα, τι κάνει εδώ; θέλει να ζητήσει συγνώμη; ότι κάποιες φορές η τέχνη μπορεί να γίνει και αυτή καταπιεστική; κάνει επίθεση στο method directing; προφανώς ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύτηκε, καβάλησε τα προβλήματα των δύο αυτών ανθρώπων για να παράξει δραματουργία. Όμως δεν είναι τόσο απλό, πεθάνανε δύο άνθρωποι στο όνομα της τέχνης, μ’ αυτό τον τρόπο ο Παναχί κατακεραυνώνει το σύστημα, διότι το βλέπει ως ένα φαύλο κύκλο αντιδράσεων και αντιφάσεων, ο ίδιος με την καταπίεση που δέχτηκε, αναγκάστηκε να ασχοληθεί με την κριτική του status quo, και ο ίδιος εξανάγκασε εκείνους τους ανθρώπους να κάνουν το βίο τους ταινία. Όχι, ο Παναχί λέει ότι αν υπήρξε ένα παράλληλο σύμπαν με τη στοιχειώδη αυτονομία σε όλα τα κοινωνικά πεδία, κυρίως στην τέχνη, τότε θα είχαν την δυνατότητα να αλλάξουν τα πράγματα, να πούμε ιστορίες για την αγάπη, για την εξέλιξη, για την αλληλεγγύη και την ομαδικότητα, γιατί το μόνο που μας μένει για να παλέψουμε σε σκοτεινές περιόδους είναι οι δεσμοί εγγύτητας και αλληλοβοήθειας που φτιάχνουμε μεταξύ μας και οι αγώνες μας. Κι αυτοί μας εξυψώνουν πάνω από κάθε κυβέρνηση, πάνω από κάθε αυταρχική εξουσία, ο Παναχί το ζει στο πετσί του αυτό, όμως δυστυχώς το κάνει χοντροκομμένα και εκβιαστικά σεναριακά, δεν πειράζει το συγχωρούμε λόγω της αγνότητας στην πρόθεση.
Πάντως ο Παναχί φαίνεται να βλέπει την τέχνη ως ένα εργαλείο, όπως όλα τα άλλα κοινωνικά φάσματα της ζωής μας, όπως για παράδειγμα η επιστήμη, από μόνη της ως έννοια δεν μπορεί να διαφθαρεί, δεν μπορεί κριθεί, θα σχολιαστεί μόνο όταν ένας επιστήμονας την κρατάει στα χέρια του και την χρησιμοποιεί, άρα όσον αναφορά την τέχνη λέει πως ως πεδίο δεν μπορεί να βελτιώσει τη ζωή μας, δεν μπορεί να φέρει κάποια επανάσταση, όμως στα χέρια ενός δημιουργού έχει τη δυνατότητα να πει ιστορίες που μέσα από αυτές να αφυπνίσει, να δώσει ελπίδα, ένα χαμόγελο, μια συνειδητοποίηση.
Πριν από περίπου μια εβδομάδα, έκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα η καινούργια ταινία του Βασίλη Κατσούπη, “Inside”, στην οποία ένας κλέφτης έργων τέχνης εισβάλει σε ένα πολυτελές διαμέρισμα, όμως παγιδεύεται μέσα χωρίς νερό και τροφή, καλείται να δραπετεύσει πάση θυσία με ευφάνταστους τρόπους. Πριν την πρεμιέρα οι συντελεστές της ταινίας δώσανε συνέντευξη με το Γουίλεμ Νταφόε να λέει την εξής ατάκα: Χρειαζόμαστε την τέχνη, όσο την τροφή και το νερό, αυτή η ατάκα ήρθε σε αρμονία με το πρόσφατο προεδρικό διάταγμα που συσχετίζει τους ηθοποιούς, τους απόφοιτους δραματικής σχολής, με πτυχιούχους λυκείου, το οποίο επιφέρει μεγάλη υποβάθμιση στο πολιτισμικό χώρο. Δεν ξέρω αν ο Κατσούπης είναι προφήτης, αλλά έγραψε μια ταινία που ταιριάζει γάντι με τον ξεσηκωμό που υπάρχει απ’ τον κλάδο των ηθοποιών στην Ελλάδα, σκεφτείτε λίγο, ένας άνθρωπος, ο οποίος αρχικά βλέπει τα έργα τέχνης σαν κάποιες σακούλες με δολάρια, κλείνεται μέσα αλληλεπιδρά, συνομιλεί μαζί τους, τα χρησιμοποιεί για να ελευθερωθεί.
Σαν μια ρηχή ανάγνωση, μπορούμε να δούμε την εξύψωση της σημασίας της τέχνης στην κοινωνία, αν μπορούσα να το πάω πιο μακριά, με μια δόση υπερβολής θα έλεγα πως η ταινία αποτελεί μια αλληγορία για το καπιταλιστικό σύστημα, δηλαδή το σπίτι είναι η κοινωνία που γύρω γύρω υπάρχει η “δηθενιά” της εξέλιξης, του μεγάλου περιπάτου, και άλλων οικοδομημάτων που στην πραγματικότητα δεν έχουν καμία ουσία στη δομή μιας κοινωνίας, πολύ όμορφα στο μάτι, γυαλιστερά. Μα στην πραγματικότητα στον πυρήνα της κοινωνίας έχουμε αγώνες για το ζην, την απλή επιβίωση, έχουμε πείνα, δίψα, κρύο, καύσωνα, ο πρωταγωνιστής περνάει από όλα τα στάδια της εξαθλίωσης, ψάχνει τρόπους να απελευθερωθεί απ’ την καταπίεση του συστήματος, ένας εργάτης που μοχθεί στο όνομα της ελευθερίας, έτσι τα καταφέρνει με την βοήθεια της προσωπικής του οπτικής πάνω στην τέχνη την οποία χτίζει κατά την διάρκεια της ταινίας.
Ίσως να το πηγαίνω πολύ μακριά, δεν γνωρίζω περαιτέρω την γνώμη του Κατσούπη πάνω στα τεκταινόμενα, στην πραγματικότητα μάλλον, το φιλμ πραγματεύεται μια μεταφορά για τις συνθήκες και συνήθειες των ανθρώπων στην καραντίνα, ένας αντεστραμμένος “Ναυαγός” του Ρόμπερτ Ζεμέκις, αν αναλογιστούμε λίγο πόσες ταινίες ή σειρές είδαμε στον ενάμισι χρόνο εγκλεισμού, τόσες δεν έχουμε δει σε όλη μας τη ζωή, μας κρατήσανε συντροφιά στην απέραντη μοναξιά μας, ξεχνιόμασταν απ’ τις δυσκολίες, κάποιες φορές απορροφηθήκαμε τόσο που ξεχνάγαμε ότι υπάρχει και ο κανονικός κόσμος.
Γενικά, η ταινία δουλεύει σε κάθε επίπεδο, αν τη δούμε ως ένα θυμικό του εγκλεισμού για τη μετά-καραντίνας εποχή, δουλεύει, αν τη δούμε ως ένα πορτρέτο χαρακτήρα που λειτουργεί ως θεματική της κρισιμότητας της τέχνης και του καθρέφτη της κοινωνίας μας, πάλι στέκει αψεγάδιαστα, ένα καλοφτιαγμένο φιλμ που μας χάρισε την ευκαιρία να βλέπουμε για 100 λεπτά μπροστά στην οθόνη τον θρύλο του σινεμά Γουιλεμ Νταφόε, ένα διεθνή θησαυρό, που τον έχουμε ταυτίσει με τον κακό ή τον χριστό ή το “Platoon” του Ολιβερ Στόουν ή τον Green Goblin του “Spiderman” και στην πιο εσωτερική του ερμηνεία στο “Florida Project” του Σον Μπέικερ, ένας σαρωτικός Νταφόε, τα καταστρέφει όλα στο διάβα του, στωικός, εσωτερικός, κωμικός όταν πρέπει, βγάζει την απελπισία ενός κλειδωμένου ανθρώπου χωρίς αδιέξοδο, που μιλάει στον εαυτό του, και παλεύει με το μυαλό του και με την βοήθεια των πινάκων θα ξεφύγει απ’ το σπίτι και ίσως θα κερδίσει μια νέα ζωή εκτός εγκλήματος, με δημιουργική ενσυναίσθηση.
Τα όσκαρ του 2023, υποτίθεται ότι θα αποτελούσαν για την ακαδημία της μεγάλη επιστροφή της λαμπρότητας στην διοργάνωση, μετά από δύο χρόνια ανιαρότητας, γύρισε ο Jimmy Kimmel και το μεγαλείο που θα έπρεπε να εκπροσωπεί η διαδικασία απονομής των σημαντικότερων ερμηνειών και ταινιών της χρονιάς.
Δεν θα κουράσω πολύ στον επίλογο μου, ούτε θα σταθώ στα βραβεία ή στις εκπλήξεις που είδαμε, θα αναφέρω απλά ότι σάρωσε τα όσκαρ το αντισυμβατικό φιλμ των Ντάνιελς, μια ταινία συμπαθητική, αστεία σε σημεία με ένα υπαρξιστικό σεντόνι να σκεπάζει τις τελευταίες σκηνές, κλάμα πολύ κλάμα, πολλά διαφορετικά σύμπαντα, μα στον πυρήνα της δεν είναι κάτι άλλο από ένα οικογενειακό δράμα, ένας αγώνας δρόμου της μητέρας να σώσει την κόρη της απ’ τον άκρατο μηδενισμό της. Πολύ καλή προσπάθεια, τίμια και έντιμη ταινία, όχι κάτι ιδιαίτερο που θα φέρει την αλλαγή και μια μορφή προόδου όπως ευελπιστεί η ακαδημία, δεν ξέρω πως αντιλαμβάνονται την συγκεκριμένη έννοια, πάντως με το να βραβεύσουνε μια ταινία μόνο και μόνο επειδή έχει την ταμπέλα του “Weird Wave” μου φαίνεται άλλο ένα βήμα πίσω για την αίγλη που θέλουν να λένε ότι εκπροσωπούν. Συμπερασματικά, άλλη μια φορά που το χόλιγουντ καβαλάει ένα “κύμα”, ένα κοινωνικό φαινόμενο, απλά και μόνο για να δείξει κουλ και να “κάτσει με τη νεολαία”.
Εμείς απ’ την πλευρά μας ελπίζουμε στο σινεμά του δημιουργού, ακόμα και αν αυτός δεν μας άγγιξε. Η τέχνη πάντα βρίσκει τον τρόπο να αναγεννιέται, ο πολιτισμός είναι η σημαντικότερη παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.