H σχέση ενός ζευγαριού δοκιμάζεται όταν απρόσκλητοι επισκέπτες διαταράσσουν την ήρεμη ζωή τους.
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Και τι δεν έχουμε. Ας βγάλουμε πρώτα από τη μέση τις “εισαγωγικές” πληροφορίες, γιατί έχουμε να συζητήσουμε αρκετά πράγματα. Το mother! είναι η πολυαναμενόμενη επιστροφή του Darren Aronofsky μετά την αποτυχία του παντελώς βαρετού και αδιάφορου Noah. Παρ’ όλα αυτά, ο ιδιότροπος Aronofsky μας έχει προσφέρει μερικές εξαιρετικές ταινίες: τη μαυρίλα του Requiem for a Dream, το καλτ sci-fi The Fountain, το τρομερό The Wrestler που έσωσε την καριέρα του Mickey Rourke και το ανατριχιαστικό Black Swan.
Λίγα λόγια για την πλοκή με όσα λιγότερα spoilers μπορώ, ώστε να κατατοπιστείτε: Ένα ζευγάρι εγκαθίσταται στο νέο του σπίτι. Ο Άντρας (Javier Bardem) είναι ένας συγγραφέας/ποιητής που αντιμετωπίζει το μπλοκ του συγγραφέα. Η μητέρα (Jennifer Lawrence) φτιάχνει μόνη της το σπίτι τους. Ένα ζευγάρι (Εd Harris και Michelle Pfeiffer) εμφανίζεται από το πουθενά και χαλάει την ήρεμη ζωή της μητέρας, ενώ ο Άντρας φαίνεται να το απολαμβάνει. Όταν ο Άντρας ξαναβρίσκει την έμπνευση του και εκδίδει ένα νέο ποίημα, φανατικοί θαυμαστές κατακλύζουν το σπίτι και η παράνοια ξεκινά.
Από τα τρέιλερ της ταινίας και την πορεία της στα φεστιβάλ, γνωρίζαμε ελάχιστα πράγματα για την πλοκή της, ενώ ο Aronofsky είχε ζητήσει από το στούντιο να μην αποκαλύψει πολλά κατά την προώθηση της ταινίας. Αυτό συμβαδίζει με το αινιγματικό προφίλ του σκηνοθέτη, αλλά δημιούργησε αρκετά ερωτήματα για το mother! και κατά πόσο είναι ικανοποιημένος ο ίδιος ο Aronofsky από το αποτέλεσμα.
Αυτό που είχαμε καταλάβει πάντως, είναι ότι το mother! θα είναι μια ταινία ψυχολογικού τρόμου και με εικόνες που δε θα σε κάνουν να αισθάνεσαι άνετα. Εν μέρει το κατάφερε, με την ατμόσφαιρα να σε μεταφέρει μέσα σε ένα όνειρο• όχι εφιάλτη, αλλά σίγουρα όνειρο. Τα αγαπημένα κοντινά του Aronofsky σε κρατάνε σε αγωνία, ενώ ο ατελείωτος σουρεαλισμός της τρίτης πράξης ταιριάζει γάντι σε μια ταινία του Luis Buñuel ή μια δημιουργία του Salvador Dalí. O τρόμος δε δίνει ιδιαίτερο παρόν, με το mother! να στοχεύει πιο πολύ στο άβολο.
Ας περάσουμε τώρα στο τεράστιο πρόβλημα της ταινίας: στο σενάριο. Ένα σχεδόν εξ ολοκλήρου αλληγορικό σενάριο που ξεκινάει διακριτικά, αλλά στην πορεία γίνεται λίγο “ξεδιάντροπο” με τους βαρείς θρησκευτικούς του συμβολισμούς. Ένα σενάριο το οποίο βουτάει στην παράνοια που κουβαλάει το μυαλό του Aronofsky. Ένα σενάριο το οποίο ανάλογα με τις προθέσεις του Aronofsky ήταν ή αρκετά καλό ή επικά αποτυχημένο. Θα εξηγηθώ:
Το mother! βγάζει πάρα πολύ γέλιο. Κάτι το οποίο σίγουρα δεν περιμένεις με βάση τα τρέιλερ και κάτι το οποίο είναι -καλώς ή κακώς- ανεξάρτητο από τις προθέσεις του Aronofsky. Δεν είναι ξεκαρδιστικά αστείο, αλλά γελάς σε πολλές σκηνές αν τις εκλάβεις σαρκαστικά/ειρωνικά. Αν δηλαδή ο σκοπός του ήταν να κριτικάρει και να δείξει τον παραλογισμό της φανατικής θρησκείας, τότε το mother! θα ήταν μια πολύ καλή ταινία. Ακόμα βέβαια θα είχε κάποιες σκηνές τόσο υπερβολικές και τόσο διδακτικές που το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να ξεφυσήξεις ενοχλημένος. Όμως, νομίζω ότι δεν ήταν αυτή η πρόθεση του Aronofsky, κάτι το οποίο ενίσχυσαν κάποιες δηλώσεις του για την πλοκή της ταινίας, και το γέλιο δεν είναι το αποτέλεσμα που ήθελε.
Μια άλλη ερμηνεία είναι αυτή του Δημιουργού και της Μούσας του. Ένας καλλιτέχνης που έχει μπλοκαριστεί και δεν δίνει τη σημασία που πρέπει στη γυναίκα του (ίσως η Rachel Weisz, η πρώην γυναίκα του Aronofsky), που κυνηγάει τη φήμη και την προσοχή, που κυνηγάει την αγάπη• την αγάπη των άλλων προς αυτόν. O Aronofsky αναγνώρισε ότι υπάρχουν κι αυτά τα στοιχεία στην ταινία του, αλλά είναι συμπτωματικά και δεν είχε πρόθεση να ερμηνευτεί έτσι.
Δυστυχώς -βάσει του αποτελέσματος- ο Aronofsky δήλωσε ότι το σενάριο έχει επιρροές από τη θρησκεία και τις Διαθήκες. Ερμηνεύει με τον τρόπο του τη δημιουργία τη Γης από τον Θεό, τον Αδάμ και την Εύα, την ιστορία του Άβελ και του Κάιν, τους αμαρτωλούς και τους πιστούς, τη γέννηση του Μεσσία και άλλες βιβλικές ιστορίες. Ήθελε επίσης να δείξει ότι η (μητέρα) Γη μας προσφέρει τη Ζωή και ότι το μόνο που κάνει ο άνθρωπος είναι να την καταστρέφει και να σπαταλάει τους πόρους που του προσφέρει.
Οι προθέσεις του ήταν καλές, αλλά η εκτέλεση ήταν πολύ χοντροκομμένη, οι αλληγορίες πολύ προφανείς. Οι εικόνες είναι όμορφες, η ταινία είναι βαθιά προσωπική από έναν αναπολογητικό σκηνοθέτη, αλλά μέχρι εκεί. Αν αυτή ήταν η ιστορία που ήθελε να πει, τότε απέτυχε παταγωδώς.
Μικρή σημείωση: Η ταινία δεν είναι ούτε κατά διάνοια βαρετή ή αδιάφορη. Δίνω μεγάλες πιθανότητες να θεωρείται καλτ classic σε λίγα χρόνια με το γέλιο και την υπερβολή που βγάζει. Με λίγες αλλαγές θα ήταν μια καλή σάτιρα όπως έγραψα πιο πριν. Απλά οι ενδείξεις και οι δηλώσεις δείχνουν ότι ο Aronofsky ήθελε να πει μια “σοβαρή” ιστορία και κρίνοντας με αυτά τα δεδομένα, απέτυχε.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθέτης και σεναριογράφος είναι φυσικά ο Darren Aronofsky. H σκηνοθεσία -τεχνικά- είναι πολύ καλή, όπως και στις περισσότερες ταινίες του. Τα αγαπημένα του κοντινά πλάνα ακολουθούν συνεχώς την Jennifer Lawrence και μας μεταδίδουν τον τρόμο της, ενώ το σουρεαλιστικό σκηνικό είναι απόλυτα επιτυχημένο. Ο πιστός συνεργάτης του Matthew Libatique είναι ο διευθυντής φωτογραφίας με το φωτισμό του να έχει μια φυσική αίσθηση και να ενισχύει την ατμόσφαιρα.
Η Jennifer Lawrence (Passengers, X-Men: Days of Future Past) έχει ξεκάθαρο πρωταγωνιστικό ρόλο ως “μητέρα” και δίνει μια πάρα πολύ καλή ερμηνεία, με το απελπισμένο βλέμμα ελαφιού-πριν-το-χτυπήσει-αυτοκίνητο που έχει σε αρκετά σημεία της ταινίας να είναι απόλυτα πειστικό. Οι δευτερεύοντες ρόλοι ανήκουν στους Javier Bardem (Pirates of the Caribbean: Dead Men Tell No Tales), Ed Harris (Westworld, Apollo 13) και στην εξαιρετική Michelle Pfeiffer.
Η μουσική είναι σχεδόν απούσα και όπου εμφανίζεται “παντρεύεται” με τους ήχους του sound design με εξαιρετικό αποτέλεσμα που δένει με αυτό που βλέπεις.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Γιατί σίγουρα δεν είναι μια αδιάφορη ταινία. Είναι μια ταινία που θα την συζητήσεις και θα την σκεφτείς αρκετά, είτε για καλό είτε για κακό. Γιατί περιέργως θα γελάσεις. Γιατί είσαι φαν του Aronofsky. Για την ωραία ερμηνεία της Lawrence. Για το σουρεαλισμό. Για να δεις τις ποικίλες αντιδράσεις του κόσμου στην αίθουσα.