Little Women (2019)

Poster

Το 1868 η Louisa May Alcott έπλασε τους πιο ξεχωριστούς γυναικείους χαρακτήρες της ιστορίας. Το 2019 η Greta Gerwig τους χάρισε την ταινία που τους αρμόζει.

TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ

Η Gerwig επέλεξε να εξιστορήσει τα συμβάντα των βιβλίων χωρίζοντας τα σε δύο ξεκάθαρα αντιθετικές ενότητες. Η πρώτη ανακαλεί την εποχή της ευδαιμονίας, είναι ντυμένη σε ζεστά χρώματα και χαρακτηρίζεται από γέλια, πειράγματα, σκανταλιές, απογοητεύσεις και αναταραχές, μα με τις ηρωίδες δεμένες σαν μια σφιχτή γροθιά. Οι σχέσεις κλυδωνίζονται, αλλά στις κρίσιμες στιγμές σώζονται, χάρη σε αμοιβαίες υποχωρήσεις και διάθεση συγχώρεσης.

Η δεύτερη μαρτυρά μοναξιά και απομόνωση. Παγωμένα, κρύα χρώματα μονοπωλούν τα κάδρα. Οι εντάσεις δεν καταλαγιάζουν, τα προβλήματα δε σταματούν, οι ηρωίδες, όμως, δεν έχουν η μία τη συντροφιά της άλλης. Αντιμετωπίζουν μόνες τα εμπόδια, υποδουλώνοντας τους εαυτούς τους σε μια αρνητικότητα που δεν μπορούν να τιθασεύσουν. Αποζητούν την υποστήριξη των συγγενών τους, μα οι ζωές τους έχουν μεταβληθεί τόσο ραγδαία που αναγκάζονται να σιωπούν και να επουλώνουν τις πληγές τους.

Χωρίς τη μητέρα τους. Τη γυναίκα που τους δίδαξε την ταπεινότητα, τη σημασία της οικογενειακής θαλπωρής, τη γυναίκα που αφουγκράστηκε κάθε μικρή αγωνία τους, δίχως να φανερώνει ούτε ένα σημάδι δυσφορίας. Πίσω στα χρόνια της συγκατοίκησης των πέντε τους, ήταν εκείνη που αναπλήρωνε την απουσία του πατέρα. Ήταν εκείνη που μετέδιδε το θάρρος στις κόρες της και παραχωρούσε τον (επικαλυμμένο με τριμμένο φουστάνι) ώμο της  για να υποδεχτεί κλάματα και μελαγχολία. Ήταν, πάνω από όλα, εκείνη που προφύλασσε τις κόρες της από κάθε κίνδυνο, που τις καθοδηγούσε με προσοχή και αμέριστη φροντίδα.

Ευθύνη τεράστια και βάρος μεγάλο να πρέπει να αναθρέψεις τέσσερις τόσο ιδιαίτερες προσωπικότητες! Τη Μεγκ που ζήλευε τα ακριβά κοσμήματα και την πλούσια ζωή των φίλων της, την Τζο που αγνοούσε την ευγένεια και γινόταν παρανάλωμα του θυμού της, την  Έιμι που πάσχιζε να εδραιώσει την παρουσία της ανάμεσά τους και την Μπεθ, υπομονετική και καλοκάγαθη, που παρατηρούσε τα πάντα δίχως να κρίνει, επιθυμώντας μόνο τη συντροφιά της οικογένειάς της, την αρμονία που απέρρεε από την αγαστή συνεργασία ολονών τους.

Αυτές οι δύο, η μητέρα και η Μπεθ, παρότι απέχουν ηλικιακά ορισμένες δεκαετίες, αποτελούν τα πρότυπα συμπεριφοράς που σταδιακά παρακινούν τα υπόλοιπα μέλη να εξαλείψουν τις ιδιοτροπίες τους. Όταν η μητέρα εκμυστηρεύεται στην Τζο πως υπήρξε το ίδιο ατίθαση και νευρική, η Τζο μένει έκπληκτη, τα μάτια της σπιθίζουν απορία. Η μητέρα δεν αφήνει αναπάντητη την έκκληση για επεξήγηση. Με απαράμιλλη συμπόνια, αναλύει στην κόρη της πως κατάφερε να εξοβελίσει τον τσαμπουκά της, πως έφτασε στο σημείο να μην εξαντλείται η υπομονή της κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.

Το ίδιο ισχύει και για τη Μπεθ. Αποφεύγει αψιμαχίες, δεν αποζητά δόξες. Μαζεύει τις διαλυμένες κούκλες των αδερφών της, τις επιδιορθώνει και τους προσφέρει μια αξιοπρεπή ζωή. Υποδεικνύει με τον τρόπο της στην Μεγκ τη μέθοδο με την οποία έχει τη δυνατότητα να διαγράψει τη ματαιοδοξία της, να πνίξει τον εγωϊσμό της. Έτσι αφυπνίζεται και η Έιμι. Το παράδειγμα της μικρότερης αδερφής της διαλύει το αίσθημα του ανταγωνισμού που φωλιάζει μέσα της, το οποίο δυνητικά θα μπορούσε να αλλοιώσει την ταυτότητά της.

Ο φακός της Gerwig, πανταχού παρών, ελίσσεται σε όλες τις μικρές και τις μεγάλες στιγμές των πρωταγωνιστριών της, χαϊδεύει τα πρόσωπά τους λούζοντάς τα στο φως και αφήνει την αισιοδοξία να ξεμυτίζει διαρκώς, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις δυσμενών συνθηκών ή ορατών απειλών. Ο τρόπος που η σκηνοθέτις διαχειρίζεται τις καταστάσεις τονίζει τον αμέριστο θαυμασμό της για το αρχικό έργο της Alcott, το μοναδικό εκείνο μείγμα θετικότητας και επαναστατικότητας, που ενέπνευσε εκατομμύρια γυναίκες σε όλον τον κόσμο.

Για αυτό και η συνέχεια του πρώτου βιβλίου αντιμετωπίζεται σαν συμβιβασμός, σαν μια υποχώρηση της συγγραφέως, που δεν αντιπροσώπευε τις αρχές της και δε σχετιζόταν με τις ιδέες που σεβόταν και πρέσβευε. Η Gerwig γνωρίζει πως η φιλοσοφία της Alcott δεν ανατράπηκε ποτέ και πως κανείς αναγνώστης δεν πίστεψε πως έθαψε το όραμά της για να ικανοποιήσει τον συντηρητισμό και την πατριαρχία. Απλώς, λύτρωσε την οικογένειά της από τα χρέη και επέστρεψε στη μελέτη της, το μόνο πράγμα που όντως η Alcott λαχταρούσε και δεν μπορούσε να αποχωριστεί, όπως και η Τζο, μια εκδοχή του εαυτού της, που σε κάθε ευκαιρία χώνεται στο πατάρι, αδιαφορώντας για όλα, επιθυμώντας μόνο να αντλήσει γνώσεις και να συγκινηθεί από την ανάγνωση.

Έτσι, το τέλος- που εννοείται ότι δεν πρόκειται να αποκαλύψω- απλώς κλείνει το μάτι σε όλους. Η μυθοπλασία υπερτερεί της πραγματικότητας και αυτό υπογραμμίζει το περίτεχνα ενορχηστρωμένο τελευταίο ημίωρο. Εκεί που τα χρώματα διαπλέκονται και η ισορροπία ανάμεσα σε συμβατικότητα και απελευθέρωση επέρχεται. Εκεί που η μια μικρή συγκαταβατική ενέργεια δε διαταράσσει την ουσία του έργου, ακόμα και βαφτισμένη στο άχαρο φόντο της. Εκεί που δε χωρά δυσανασχέτηση ή κατηγορία για την εξέλιξη των ηρωίδων. Γιατί εκεί αρχίζει η ζωή. Τα θαυμάσια, υπερβατικά πλάνα της Gerwig συλλαμβάνουν πλήρως το νόημα και χαρίζουν μια ασυναγώνιστη τελεία σε ένα φιλμ αδιανόητης ομορφιάς.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Οι αρετές που διαποτίζουν το έργο της Alcott διαρθρώνουν υπέροχα το κινηματογραφικό ποίημα που μας ξεδιπλώνει η Gerwig. Δημιουργεί γυναίκες δυναμικές, αυτόνομες, με τα ευάλωτα στοιχεία και τα ελαττώματά τους, που μαθαίνουν να καταπνίγουν τον εγωκεντρισμό τους και να προκαλούν τον θαυμασμό λόγω της ωριμότητάς τους και όχι εξαιτίας της εκκεντρικότητας και της περιφρόνησης του κόσμου. Γυναίκες που δεν υποκλίνονται στη δολιότητα, που παραμένουν σεμνές, αλλά περήφανες, γυναίκες που εξαπολύουν επιθέσεις κατά της αλαζονείας και της αυταρέσκειας, όταν διαπιστώνουν τη σημασία των αρχών που απέκτησαν στη νεαρή τους ηλικία.

Φυσικά, όλα αυτά δε θα παρουσιάζονταν ανάγλυφα δίχως τη συνδρομή ενός εκπληκτικού επιτελείου συντελεστών. Η Saoirse Ronan κεντρίζει την προσοχή με την αστείρευτη ενέργειά της. Ερμηνεύει αβίαστα, ζωηρά, με μια ανεξέλεγκτη εφηβική μανία αρχικά και μια πρωτοφανή πικρία για τη χαμένη αθωότητά της στη συνέχεια, δίχως να τσαλαβουτά ούτε δευτερόλεπτο στα νερά της μανιέρας. Ο Chalamet πείθει όπως αποδίδει τον σκανταλιάρη Λόρι, έναν χαρακτήρα που πυροδοτεί τις εξελίξεις διαρκώς με τις επιλογές και τις ατασθαλίες του. Emma Watson, Florence Pugh, Eliza Scanlen υποδύονται με τρυφερότητα τις υπόλοιπες αδερφές, μένοντας πιστές στις καταγραφές της Alcott, οι οποίες, άλλωστε, διευκολύνουν πολύ την κατανόηση των κινήτρων των χαρακτήρων. Αλληλεπιδρούν άψογα, αφήνουν εμβρόντητο το θεατή με τη φυσικότητά τους. Το κυριότερο: διαπερνούν την επιφάνεια των ρόλων τους και τους υποδύονται με αυθορμητισμό που αγγίζει τα όρια του αυτοσχεδιασμού.

Η Laura Dern μαγνητίζει ως Μάρμι. Λιτή, διαπεραστικά γήινη, ζωντανεύει τον πιο σημαντικό χαρακτήρα του βιβλίου με βλέμματα που φανερώνουν όλα τα αισθήματα που προσπαθεί να αποκρύψει, όλα τα βάσανα που αποσιωπά, ώστε να διατηρήσει τη συνοχή και την ελπίδα στην οικογένειά της, αφού ο άλλος στυλοβάτης, ο πατέρας, δεν υφίσταται για να μεταλαμπαδεύσει τη σοφία του στις κόρες του. Απολαυστικά στρυφνή η Meryl Streep, με έναν αέρα μόνιμης έπαρσης, μια πικροχολία γλυκιά μέσα στον δογματισμό της, αφού η γηραιά κυρία δεν κυριολεκτεί, δεν αποσκοπεί στη διάλυση της οικογένειας του αδερφού της.

Λίγα λόγια αξίζουν και οι άντρες που παρελαύνουν στην οθόνη. Όλοι τους διαπνέονται από πραότητα, σέβονται τις γυναίκες και ποτέ δεν καταφεύγουν σε βιαιοπραγίες και επιτιμητικά σχόλια. Η Alcott έφτιαξε πρότυπα αρρενωπότητας και η Gerwig δεν αποκαθήλωσε αυτή την έκφανση των βιβλίων. Τους στόλισε με αβρότητα και υπομονή, φιγούρες σταθεροποίησης των καταστάσεων που βοηθούν τις πρωταγωνίστριες να συμφιλιωθούν με τα ολισθήματα και σφάλματά τους, δίχως να παρεμποδίζουν τη δράση τους.

Ο Nick Houy, με ένα σεμιναριακό μοντάζ, δίνει τον παλμό που χρειάζεται το φιλμ, φροντίζοντας να γίνεται σαφής η ταλάντευση ανάμεσα στις δύο χρονικές περιόδους, ιδιαίτερα στην αρχή της ταινίας. Ο Yorick Le Saux από την άλλη, απογειώνει τα πλάνα με τον αλάνθαστο τόνο του cinematography του, ντύνοντας αψεγάδιαστα τα μουσικά θέματα του Alexandre Desplat, θέματα που συμβαδίζουν πλήρως με τον αέρα μιας τέλειας «Συμφωνίας». Η συνδρομή τους αξίζει την προσοχή μας, καθώς η σύνθεση του έργου απαιτούσε την εύρεση μιας εκλεκτής ισορροπίας, η οποία, σε περίπτωση αποτυχίας, θα έπληττε το φιλμ.

ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ

Η Gerwig κυριολεκτικά δωρίζει ένα κινηματογραφικό διαμάντι στο κοινό. Στιβαρό, δίχως επιπολαιότητες και καλλιτεχνικές παρασπονδίες, το φιλμ της συλλέγει τα κυριότερα στοιχεία των βιβλίων, παραδίδοντάς τα με ρηξικέλευθη αφήγηση. Και τα δύο μυθιστορήματα της Alcott δε μιλούν για καταστάσεις ιδανικές, μα οι σελίδες τους πλημμυρίζουν από αγάπη. Η κοσμιότητα ακολουθεί παράλληλη πορεία με την ξιπασιά και οι χαρακτήρες αναζητούν τον εαυτό τους σε μια καταιγίδα δυσερμήνευτων ερεισμάτων. Όμως, εν τέλει, επικρατεί η καλοσύνη και τα μαρτύρια λήγουν όταν ιεραρχούνται όσα απαρτίζουν τη ζωή, προσφέροντας την ευκαιρία για αποτίναξη των περιττών που καθυστερούν την πραγματοποίηση της αληθινής ευτυχίας. Στη Gerwig οφείλουμε ειλικρινή συγχαρητήρια για αυτή την εντυπωσιακή επιτυχία, που σίγουρα θα κερδίσει τη θέση της ανάμεσα στις πιο ξεχωριστές διασκευές λογοτεχνικών αριστουργημάτων.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ

ΣΕΝΑΡΙΟ
9
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
8.5
ΜΟΥΣΙΚΗ
8
ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ
8.5
Reader Rating5 Votes
7.3
8.5