Η αληθινή ιστορία του Βασιλιά της Μποτσουάνα, Seretse Khama, που προκάλεσε διπλωματικές και πολιτικές αναταραχές στη χώρα του και στη Μεγάλη Βρετανία όταν παντρεύτηκε τη λευκή Βρετανίδα Ruth Williams.
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Το «A United Kingdom», είναι μια καταγραφή του αγώνα του Seretse Khama να παραμείνει στην ηγεσία της Μποτσουάνα μετά το γάμο του με την λευκή Ruth Williams. Μια πραγματική ιστορία ενός ανθρώπου που στάθηκε ενάντια στις επιταγές της βασιλικής του καταγωγής αλλά και στα συμφέροντα της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής, όχι μόνο για να υπερασπιστεί τη γυναίκα που αγαπούσε αλλά και γιατί συνειδητοποίησε την καταπιεστικότητα τον θεσμών του διαχωρισμού των ανθρώπων με φυλετικά κριτήρια σε μια εποχή που χώρες όπως η Νότια Αφρική έχτιζαν το απαρτχάιντ.
Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη ότι το καλλιτεχνικό επιτελείο της ταινίας είχε να διαχειριστεί ένα τόσο ενδιαφέρον, δυνατό και πολυεπίπεδο ιστορικό γεγονός, το αποτέλεσμα είναι μάλλον απογοητευτικό. Από την αρχή της ταινίας μέχρι το τέλος της, ο θεατής παρακολουθεί ένα άνευρο μελόδραμα που στο πρώτο μισό ασχολείται άκρως επιφανειακά με την γνωριμία και τον έρωτα τον δύο πρωταγωνιστών και στο δεύτερο μισό παρακολουθεί μια επίπεδη καταγραφή των ιστορικών γεγονότων, σαν η σκηνοθέτης να κλήθηκε να δραματοποιήσει λήμμα της Wikipedia. Η κορύφωση που στωικά περιμένει ο θεατής δεν έρχεται ποτέ και οι ερμηνευτικές δυνατότητες του πολλά υποσχόμενου καστ δεν αξιοποιούνται ούτε στο ελάχιστο.
Αυτό που προκαλεί τη μεγαλύτερη απογοήτευση στο θεατή όμως είναι το γεγονός ότι το υλικό με το οποίο είχαν να δουλέψουν ο σεναριογράφος και η σκηνοθέτης δεν είναι σε καμία περίπτωση αντάξιο του αποτελέσματος καθώς η ίδια η ιστορία προσφέρει το έδαφος για ένα συναρπαστικό ιστορικό δράμα με έντονο συναισθηματικό αντίκτυπο και εξαιρετική δυναμική και μάλιστα σε μια εποχή που τα ζητήματα του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων ανήκουν κάθε άλλο παρά στο παρελθόν. Παραγκωνίζοντας όχι μόνο τον πολιτικό αντίκτυπο που είχε αυτός ο «απαγορευμένος έρωτας», αλλά και τον επίμονο αγώνα του Khama να ανατρέψει την υπάρχουσα κατάσταση, το μόνο που απομένει είναι ένα αντιρατσιστικό μελόδραμα με μια τάση προς την υπεραπλούστευση των γεγονότων, των χαρακτήρων και των συναισθηματικών μεταβολών τους.
Συνολικά, θα λέγαμε ότι το «A United Kingdom» είναι μια ταινία που ενώ ξεκινά με πολύ καλές πρώτες ύλες δεν καταφέρνει να τις αξιοποιήσει, με αποτέλεσμα να χάνει την ίδια της την ουσία.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Το σενάριο της ταινίας είναι το πρώτο μέρος της που παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα. Με την υπογραφή του Guy Hibbert, έχουμε ένα άνισο και λάθος προσανατολισμένο σενάριο όσον αφορά στη διαχείριση του υλικού καθώς σπρώχνει στο φόντο τον τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό αντίκτυπο του αγώνα του Khama για να προβάλει το ρομάντζο χωρίς να καταφέρνει να επιτύχει καν σε αυτό, αφού το διαχειρίζεται επιδερμικά, σαν να επρόκειτο για σενάριο καθημερινής τηλεοπτικής σειράς, με βεβιασμένους συναισθηματισμούς και υπερβολικά δάκρυα που δεν καταφέρνουν να συγκινήσουν.
Στη συνέχεια, στήνει τους χαρακτήρες του με τον ίδιο επιφανειακό και μονοδιάστατο τρόπο, σχεδόν χωρίζοντάς τους σε «καλούς» και «κακούς». Σε αυτό δε βοηθά ούτε και η σκηνοθεσία της αφρο-αγγλίδας Amma Asante, αφού στη διάρκεια της ταινίας παρακολουθούμε δύο ανθρώπους που ενώ περνάνε από μια σειρά δύσκολων και ψυχοφθόρων διαδικασιών, φαίνεται να μην τους αγγίζουν καθόλου, δεν αμφισβητούν ποτέ τις αποφάσεις τους, δεν διστάζουν, δεν λυγίζουν. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακόμα και οι υπερήρωες της Marvel είναι πιο ρεαλιστικοί χαρακτήρες από αυτούς τους δύο πρωταγωνιστές που με κάποιο τρόπο έχουν υπερβεί την ανθρώπινη φύση τους και έχουν αποκτήσει ανοσία στα πάντα.
Γενικά η καθοδήγηση των ηθοποιών δεν είναι σε καλό επίπεδο και η υπόλοιπη σκηνοθεσία δεν έχει κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό για να εξισορροπήσει τις ελλείψεις. Η φωτογραφία είναι ωραία αλλά ακόμα και η χρωματική παλέτα που χρησιμοποιείται γίνεται μονότονη και άνευρη. Η μουσική παρόλο που υπάρχει, προσπέφτει κι αυτή στη γενικότερη μετριότητα.
Το καστ της ταινίας απαρτίζεται από πολύ ικανούς ηθοποιούς, που όμως φαίνεται να μην αξιοποιούν στο έπακρο τις δυνατότητές τους. Εάν κάποιος έβλεπε τον David Oyelowo και τη Rosamund Pike για πρώτη φορά σε αυτή την ταινία, μάλλον θα χαρακτήριζε τον μεν αδιάφορο και τη δε ανίκανη να αποδώσει συναισθηματικό βάθος στην υποκριτική της. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί καθώς και οι δύο ηθοποιοί έχουν τεράστιες ερμηνευτικές δυνατότητες, ενώ ο Oyelowo έχει στο ενεργητικό του και μια εξαιρετική ερμηνεία ως Martin Luther King στο «Selma» της Ava DuVernay, δηλαδή ενός παρόμοιου ρόλου σε μια παρόμοια ταινία, πολύ ανώτερη όμως σε όλα τα επίπεδα.
Αντί για μια ουσιαστική αναπαράσταση των διλημμάτων και των συναισθηματικών ή ακόμα και διαπροσωπικών συγκρούσεων που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το ζευγάρι, οι ερμηνείες αναλώνονται σε ατελείωτα δάκρυα και ξεσπάσματα που στερούνται πάθους και δεν πείθουν. Το καστ συμπληρώνουν οι Vusi Kunene στο ρόλο του θείου του Khama με τον οποίο έρχεται σε αντιπαράθεση (και θα μπορούσε να είναι πολύ ενδιαφέρον ρόλος), ο Tom Felton και ο Jack Davenport.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Παρόλο που η ταινία δεν έχει πολλά να προσφέρει καλλιτεχνικά ή συναισθηματικά και επομένως δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι έχει πραγματική κινηματογραφική αξία, η θέασή της δεν είναι χάσιμο χρόνου καθώς μας παρουσιάζει μια πραγματικά δυνατή ιστορία γεμάτη από την έμπνευση ενός ανθρώπου που προσπάθησε να κάνει τον κόσμο καλύτερο με όποιο κόστος κι αν είχε αυτό για τον ίδιο μέχρι να τα καταφέρει. Φυσικά, όλα αυτά μπορείτε να τα διαβάσετε και σε κάποιο βιβλίο ή ακόμα και στη Wikipedia όπως προανέφερα, χωρίς να κερδίσετε κάτι λιγότερο από αυτά που έχει να σας προσφέρει η ταινία.