True Detective και η Αναγέννηση του Τηλε-βλέμματος

Παρακολουθούμε τις ζωές δύο αστυνομικών που κυνηγάνε επί 17 χρόνια έναν κατά συρροή δολοφόνο στην Λουιζιάνα ξεκινώντας από την δεκαετία του ’80. Αυτή είναι η περιγραφή της σειράς  οχτώ επεισοδίων του δικτύου HBO που τελείωσε στις 19 Μαρτίου και δημιούργησε ένα προηγούμενο για το πώς πρέπει να κινηματογραφούνται οι αστυνομικές ιστορίες στον κινηματογράφο. Επί της ουσίας αυτό που τελείωσε οριστικά είναι η μονότονη αφήγηση και η βαρετή πλανοθεσία των κινηματογραφικών ταινιών με αστυνομικό περιεχόμενο που το μόνο που φαίνεται να αλλάζει είναι τα πρόσωπα. Η σεναριακή δημιουργία του Nic Pizzolatto -γιατί περί τέτοιας πρόκειται- ανοίγει ένα παράθυρο στην δημιουργία χαρακτήρων που παραπέμπει απευθείας στον κινηματογράφο χαρακτήρων του Coppola, του Sydney Pollack και του Sam Peckinpah κάνοντας μας Μάρτυρες του βλέμματος των δύο πρωταγωνιστών. Η σκηνοθεσία του Gary Fukunaga ομοιάζει  με τους τελετουργικούς φόνους της σειράς. Το κάθε πλάνο, ο κάθε μορφασμός ακόμα και το παραμικρό κούνημα του χεριού έχει την σημασία του. Δεν υπάρχει τίποτα άσκοπο, τίποτα περιττό στον τρόπο που η κάμερα κινείται από τις σιωπές στον “θόρυβο”, από τις οικογενειακές στιγμές του ενός ντετέκτιβ μέχρι και την απέραντη μοναξιά του άλλου. Αυτό επιφανειακά γιατί προχωρώντας στα επεισόδια τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται.

Οι δύο πρωταγωνιστές δεν είναι απλά αντιήρωες αλλά θυμίζουν σε πολλά σημεία πρωταγωνιστές νουάρ ταινιών του ’50. Οι δύο χαρακτήρες είναι τόσο ριζικά διαφορετικοί που τελικά “ανήκουν” ο ένας στον άλλο. Όσο προσπαθούν να απομακρυνθούν δημιουργούν το κενό της ίδιας τους της ύπαρξης που βουλιάζουν σε αυτό ολοένα και περισσότερο. Στους περισσότερους διαλόγους που διεξάγουν μεταξύ τους -και δεν αφορά την δουλειά- φαίνεται να μιλάνε στον καθρέπτη τους, με τον καθένα να είναι “προγραμματισμένος” να ακούει μόνο την φωνή του. Η μεταστροφή  του Matthew McConaughey -που στην Αμερική ονομάζεται McConaissance σε παράφραση της λέξης Renaissance (Ανναγένηση)- δείχνει εκπληκτική και χωρίς καμία υπερβολή, είναι ίσως η καλύτερη του ερμηνεία ξεπερνώντας ακόμα και αυτήν στο Dallas Buyers Club. Ουσιαστικά δεν μιλάμε για μια καλή ερμηνεία αλλά για μία “παρουσία”- “απουσία” μπροστά στην κάμερα ακουμπώντας δυσθεώρατα ύψη στην ερμηνεία ενός ανθρώπου που ολόκληρη την ζωή του παλεύει με τους προσωπικούς του δαίμονες και τις περισσότερες φορές βγαίνει χαμένος. Ο έτερος πρωταγωνιστής Woody Harrelson επιφανειακά ζει μια ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή με την γυναίκα του (Michelle Monaghan) και τα παιδιά του, αλλά στο βάθος είναι ένας διαλυμένος άνθρωπος ίσως και περισσότερο από τον McConaughey λόγω των μη-επιλογών καθ όλη την διάρκειά της ζωής του.  Ο ίδιος ο Harrelson με την εμπειρία του δημιουργεί τον υποκριτικό “χώρο” μέσα στον οποίο κινούνται οι δύο συμπρωταγωνιστές και είναι ο καταλληλότερος για να δημιουργήσει το στιβαρό αντίβαρο του “χαμένου” συναδέλφου του.

Η μεταστροφή της Αμερικάνικης τηλεόρασης, ανοίγει ένα πεδίο δράσης το οποίο αν το εκμεταλλευτούν σωστά τα τηλεοπτικά δίκτυα μπορεί να μετατρέψει το τηλεοπτικό προϊόν σε κάτι το οποίο θα μπορούσαμε να ονομάσουμε Αναγέννηση του Τηλε-Βλέμματος. Τα οφέλη θα είναι πολλαπλά τόσο σε καλλιτεχνικό επίπεδο αλλά και σε οικονομικό. Είναι η ευκαιρία του ΝΑΚ (Νέος Αμερικάνικος Κινηματογράφος) να δημιουργήσει προηγούμενο στον τηλεοπτικό χώρο και να ωθήσει σοβαρούς δημιουργούς να αφήσουν στην άκρη την ανέμπνευστη σούπα που λέγεται Hollywood. Εδώ πρέπει να καταθέσουμε και κάποιες γραμμές για την κρυμμένη δύναμη της τηλεοπτικής αναγέννησης. Οι σεναριογράφοι οι οποίοι εδώ και μία πενταετία σιγά σιγά αποσύρονται από τις μεγάλες κινηματογραφικές παραγωγές απορροφούνται από τηλεοπτικά δίκτυα  (ΗΒΟ, CBS, FOX,ABC,NBC,CW) αφού υπάρχει μεγαλύτερη καλλιτεχνική ελευθερία για project τα οποία στο Hollywood θα ήταν από δύσκολο έως αδύνατον να ολοκληρωθούν. Σεναριογράφοι όπως ο δημιουργός του Sopranos David Chase, ή ο Matthew Weiner του Mad Men δεν έχουν κανένα λόγο να μεταπηδήσουν στον κινηματογράφο αφού η δουλειά τους είναι επιτυχημένη και ως προς το επίπεδο του τελικού αποτελέσματος αλλά και ως προς τα τελικά έσοδα τα οποία εισρέουν στο κανάλι.

Παρατηρούμε επίσης, πώς οι σεναριογράφοι δημιουργούν χαρακτήρες για ηθοποιούς οι οποίοι ίσως και να μην είχαν ποτέ την ευκαιρία να κάνουν καριέρα βάση της λογικής της αναγνωρισιμότητας η οποία διέπει τις παραγωγές στον κινηματογράφο. Ένα από το τα πιο γνωστά παραδείγματα είναι ο Bryan Cranston της επιτυχημένης σειράς Breaking Bad ο οποίος πριν από την συγκεκριμένη δουλειά είχε μικρούς ρόλους σε αδιάφορες ως επί το πλείστον παραγωγές. Με την ολοκλήρωση της σειράς και μετά την βράβευσή του με EMMY και Χρυσή Σφαίρα δημιουργήθηκε ξανά ένα hype όσον αφορά το ταλέντο και τις δυνατότητες του. Προφανώς πρόκειται για έναν εκπαιδευμένο ηθοποιό ο οποίος μέσω της σειράς αναζωογόνησε την καριέρα του. Έτσι έβαλε ξανά το όνομα του στις λίστες με εκείνους που οι σκηνοθέτες ψάχνουν για να εικονοποιήσουν το όραμα τους. Κάτι παρόμοιο ισχύει και για ηθοποιούς των οποίων η καριέρα βρίσκεται σε κάμψη και βρίσκονται σε διαδικασία επανεφεύρεσης της υποκριτικής του ταυτότητας.  Εν ολίγοις, το Hollywood πρέπει να ακολουθήσει την λογική της ΝΑΤ (Νέα Αμερικάνικη Τηλεόραση) χωρίς να φοβάται να προβεί στις αναγκαίες τομές για να ξαναδώσει το απαραίτητο βάρος και βάθος σε έναν χώρο που θυμίζει νεκροταφείο ελεφάντων.