Ο Conor, ένα αγόρι που ζει στο Δουβλίνο της δεκαετίας του ’80, αποφασίζει να ξεκινήσει ένα συγκρότημα, αφενός για να εντυπωσιάσει την κοπέλα που του αρέσει και αφετέρου για να ξεφύγει από την ασφυκτική καθημερινότητά του.
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Μια συμπαραγωγή Ιρλανδίας, Ηνωμένου Βασιλείου και ΗΠΑ, το Sing Street τοποθετείται στο Δουβλίνο του 1985. Όλα ξεκινούν όταν η οικογένεια του 15χρονου Conor αποφασίζει πως πρέπει να αλλάξει σχολείο καθώς δεν έχουν πια αρκετά χρήματα για να καλύψουν τα δίδακτρα του τωρινού του. Στο νέο σχολείο, ο Conor καλείται να αντιμετωπίσει πρωτόγνωρες γι αυτόν συνθήκες παρακμής και βίας τόσο από τους συμμαθητές του, όσο και από τους καθηγητές – ιερείς της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Απέναντι από το σχολείο, στα σκαλιά ενός κτιρίου- που αργότερα μαθαίνουμε ότι είναι κέντρο φιλοξενείας απόρων κοριτσιών- στέκεται κάθε μέρα μια κοπέλα η οποία “Δεν μιλάει σε κανέναν” και είναι “κάπως φαντασμένη”. Η Raphina, ονειρεύεται να γίνει μοντέλο στο Λονδίνο και ο Conor την πείθει να εμφανιστεί στο βίντεο κλιπ του συγκροτήματός του που, μέχρι εκείνη την στιγμή, ήταν ανύπαρκτο.
Όπως είναι φανερό, το βασικό όχημα της ταινίας είναι η μουσική. Η μουσική είναι ο τρόπος αυτής της παρέας “απόβλητων” να ξεφεύγουν από την ενδοοικογενειακή και ενδοσχολική βία, τους πατεράδες σε κέντρα αποτοξίνωσης και την αδιαφορία των γονιών, που δεν παρουσιάζονται ως τέρατα αλλά ως άνθρωποι που καλούνται κι αυτοί να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που τους επιβάλλει η εποχή και η κοινωνική τους τάξη. Παράλληλα, μέσα από την μπάντα του Conor, που κάθε φορά που ανακαλύπτει ένα νέο συγκρότημα αλλάζει στυλ, σκιαγραφείται το χρονικό της μουσικής των 80’s τονίζοντας τον πολυμορφικό χαρακτήρα της και ξεφεύγοντας από το στερεότυπο της ντίσκο και της βάτας. Ταυτόχρονα, θίγονται και ζητήματα που πάντα απασχολούσαν την ιρλανδική κοινωνία, όπως η υπερβολική παρεμβατικότητα της καθολικής εκκλησίας και η μετανάστευση, τόσο προς το Ηνωμένο Βασείλιο όσο και στην άλλη πλευρά του Ωκεανού.
Οι χαρακτήρες της ταινίας είναι πολύ καλά μελετημένοι και ο καθένας προσθέτει ένα λιθαράκι στην διαμόρφωση της εικόνας της εργατικής τάξης της Ιρλανδίας του ’80. Η αναβίωση της αισθητικής των 80’s επιτυγχάνεται πλήρως όχι μόνο από οπτική άποψη αλλά και μέσω του, πιστού στις μουσικές τάσεις της εποχής, πρωτότυπου σάουντρακ της.
Εκτός από το πορτραίτο της Ιρλανδίας του 1985 όμως, η ταινία εστιάζει και σε ένα άλλο, περισσότερο διαχρονικό και καθολικό θέμα: την εφηβεία ως μια περίοδο αναζήτησης της θέσης μας στον κόσμο και αμφισβήτησης του κόσμου των ενηλίκων. Ο Conor και η υπόλοιπη παρέα βρίσκουν στη μουσική τον τρόπο να εκφράσουν τον περίπλοκο και μπερδεμένο συναισθηματικό τους κόσμο και να “κάνουν την επανάστασή τους” απέναντι στον κόσμο που τους κληροδώτησαν οι “μεγάλοι”. Η απόληξη αυτής της αντίδρασης παρουσιάζεται με ιδιαίτερα ρομαντικό, σχεδόν παραμυθένιο, τρόπο στο φινάλε της ταινίας.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Την σκηνοθεσία και το σενάριο της ταινίας υπογράφει ο Ιρλανδός John Carney, ο οποίος έχει ήδη δημιουργήσει δύο ταινίες με τη μουσική σε πρώτο πλάνο (“Once”, 2007 και “Begin Again”, 2013). Αυτό που έχει αρκετό ενδιαφέρον, είναι ότι καταφέρνει να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στο μιούζικαλ και στην ταινία όπου η μουσική παίζει απλά πολύ σημαντικό ρόλο. Η λεπτή γραμμή αυτής της ισορροπίας βρίσκεται στο ότι στο Sing Street, ανεξάρτητα από το πόση έμφαση δίνεται στη μουσική, σε πρώτο πλάνο βρίσκεται πάντα η ανθρώπινη ιστορία. Έτσι, η μουσική υπηρετεί το σενάριο και όχι το αντίστροφο. Αξίζει να αναφέρουμε πάντως, ότι ο Carney συνέβαλε και στην σύνθεση των τραγουδιών της ταινίας.
Όσον αφορά το καστ, παρόλο που δεν υπήρχε κάποιος ιδαίτερα γνωστός (με εξαίρεση τον Aidan Gillen) ανταποκρίθηκε πλήρως στις απαιτήσεις της ταινίας. Εάν θα έπρεπε να ξεχωρίσουμε κάποιες ερμηνείες πάντως, θα ήταν αρχικά αυτή της Lucy Boynton, που αποδίδει άψογα το χαρακτήρα της Raphina, μιας κοπέλας που προσπαθεί μέσα από τις φιλοδοξίες και τα όνειρά της να ξεφύγει από τα τραύματα του παρελθόντος της. Επίσης, πολύ καλή ήταν και η ερμηνεία του Jack Reynor ως μεγαλύτερου αδελφού του Conor, ο οποίος αν και έτρεφε το ίδιο πάθος για τη μουσική με τον αδελφό του, δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του στην προσπάθειά του να τον προστατεύσει από την σκληρή πραγματικότητα της οικογένειάς τους. Από εκεί προκύπτει προφανώς και η αφιέρωση στο τέλος της ταινίας: “For Brothers Everywhere”.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για όσους επιμελήθηκαν τα κοστούμια και το μακιγιάζ των ηθοποιών, καθώς κατόρθωσαν να αναβιώσουν με μεγάλη ακρίβεια το στυλ των 80’s.
Τέλος, δεν θα μπορούσαμε να μην κάνουμε αναφορά στη μουσική, καθώς οι ήχοι της εποχής (Duran Duran, The Clash, The Cure και άλλα) συνδυάζονταν εξαιρετικά με τα τραγούδια που γράφτηκαν για την ταινία.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Το Sing Street είναι μια ταινία που μπορείτε να επιλέξετε για πολλούς λόγους. Αρχικά, θίγει μείζονα κοινωνικά θέματα χωρίς να γίνεται μελό και με αρκετές δόσεις χιούμορ. Απευθύνεται εξίσου και σε όσους βίωσαν ή είναι λάτρεις της αισθητικής των 80’s καθώς επίσης και σε αυτούς που αγαπούν τη μουσική και εκφράζονται μέσα από αυτή. Τέλος, το Sing Street έχει κάνει ήδη την εμφάνισή του στη λίστα υποψηφίων για τη Χρυσή Σφαίρα στην κατηγορία Καλύτερη Ταινία: Μιούζικαλ ή Κωμωδία, οπότε αν ενδιαφέρεστε να έχετε πλήρη εικόνα των προτεινόμενων ταινιών, δεν πρέπει να λείψει από την watchlist σας.