Ο ήρωας που αναβάθμισε τις κατασκοπευτικές ταινίες και διαμόρφωσε πρότυπα συμπεριφοράς, επιμένει να διατελεί ρόλο γαλούχησης για τις νέες γενιές, συνδυάζοντας φινέτσα, αρρενωπότητα και απολαυστική φλεγματικότητα.
Συχνά επανέρχεται το (ρητορικό) ερώτημα της αιτίας της διαχρονικής παραμονής στην επικαιρότητα του καλοντυμένου τζέντλεμαν που ανταπεξέρχεται στο στοίχημα της μακροβιότητας, παρότι φέρει ελαττώματα, τα οποία στην εποχή μας χαρακτηρίζονται ανεπίτρεπτα και αποτελούν αφορμές διενέξεων και διαπληκτισμών. Πως ένας ευπαρουσίαστος, ιπποτικός, αλλά και είρωνας, υπερόπτης άντρας -που διακινδυνεύει μια ολέθρια συμφορά με τον τρόπο ζωής που έχει επιλέξει- ασκεί έλξη και συγκεντρώνει πλήθος θαυμαστών στην καμπή της ιστορίας που οι μέθοδοί του νοούνται ως αδιανόητοι;
Οφείλουμε να αποδώσουμε στον χαρακτήρα του Μποντ την εξήγηση των πιο ριζικών και εκτεταμένων μεταβολών στον τρόπο ζωής του ανδρικού πληθυσμού. Εισήγαγε, δυναμικά και αδιαμφισβήτητα, τις επιλογές που σχετίζονται με την κομψή ένδυση, την εκλεκτή γυναικεία συντροφιά, τη διαλογή ποτών και, κυριότερα, θέσπισε ένα είδος αντιδράσεων που φανερώνει καλλιέργεια, ευφυΐα και άνεση.
Ο Βρετανός πράκτορας συνδυάζει τα χαρακτηριστικά ενός μορφωμένου κομπορρήμονα της αστικής τάξης και ενός γενναίου, άσπιλου στρατιώτη που αυτοβούλως θέτει τη ζωή του σε κίνδυνο για να υπηρετήσει την πατρίδα του, αξία που κατατάσσει στην κορυφή της ενδόμυχης ιεραρχίας και αρνείται απαρέγκλιτα να παραβιάσει, ακόμη και αν ο θάνατος από υποθετική περίπτωση μετατρέπεται σε σχεδόν αναντίστρεπτη πραγματικότητα. Περιγελά την πιθανότητα, διατηρώντας μια αξιοθαύμαστη προσκόλληση στις πεποιθήσεις του και μια, ακόμα πιο αξιοζήλευτη, ηθική ακεραιότητα.
Παρότι δε γινόμαστε ποτέ μάρτυρες της επίπονης διαδικασίας ανάδειξης του σε εξειδικευμένο, ανώτερο πολεμικό εργαλείο, συνειδητοποιούμε πως δεν πρόκειται για ένα τυχαίο, κοινό άτομο. Έχει κερδίσει επάξια τη θέση του και απολαμβάνει την εκτίμηση των ανωτέρων του, οι οποίοι ίσως να αποδοκιμάζουν την κοσμοπολίτικη πλευρά του, αλλά ποτέ δε στρέφονται εναντίον του, ούτε τον κατηγορούν για ανευθυνότητα και απαξίωση του ρόλου του. Παραδέχονται την καταλυτική σημασία των πρωτοβουλιών που αναλαμβάνει, τον εμπιστεύονται και τον επιβραβεύουν.
Αυτή η αρχή του διαχωρισμού υποχρέωσης και διασκέδασης, τον καθιστά υπεύθυνο, συγκροτημένο και ιδεολογικά καταρτισμένο. Απομονώνει την εργασία από τη ψυχαγωγία και ηγείται δίχως δειλία ώστε να ολοκληρώσει τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί, να επικυρώσει, δηλαδή, την ορθή επιλογή των προϊσταμένων του να εναποθέσουν τις ελπίδες τους πάνω του, ευθύνη δύσκολα διαχειρίσιμη και εξαιρετικά αγχώδης, που παραταύτα, δε φαίνεται να τον αποθαρρύνει ή να καταστέλλει την εύθυμη διάθεσή του και την ανάγκη του να γευτεί την πληθώρα των απολαύσεων που διατίθενται.
Το διάστημα που δεν υποχρεούται να κυνηγά μυστηριώδεις εγκληματίες ή να αποτρέπει φονικές απόπειρες κατά της ανθρωπότητας, απολαμβάνει το κουνημένο, όχι χτυπημένο, μαρτίνι του μέσα στο αψεγάδιαστα καλαίσθητο κοστούμι του σε χώρους όπου συρρέουν οι αιθέριες υπάρξεις που αδυνατούν να του αντισταθούν, καθώς σαγηνεύονται από την αξεπέραστη ικανότητά του να τις αποστομώνει με σύντομες, πνευματώδεις απαντήσεις, οι οποίες τονίζουν την οξυδέρκεια και την εμπειρία του στο χειρισμό παρόμοιων καταστάσεων.
Ρίχνονται στην αγκαλιά του επιζητώντας την κορύφωση, κατόπιν της στενής (αλλά όχι ασφυκτικής) πολιορκίας του, και αποσκοπούν στη σύναψη μόνιμου δεσμού μαζί του, όταν διαπιστώνουν πως υπερτερεί σεξουαλικά και εγκεφαλικά συγκριτικά με τους άντρες που έχουν γνωρίσει. Ο Μποντ καταφέρνει να τις συγκλονίσει, να τις ωθήσει στις παρακλήσεις και να δημιουργήσει σύνδρομο εξάρτησης, αφού δε μειονεκτεί σε κανέναν τομέα• αντιθέτως, μοιάζει να εγκαινιάζει νέα στάνταρ και να αναλίσκεται σε ένα απρόσιτο, πρωτοφανές ύψος, από το οποίο θεωρείται αδύνατο να κατρακυλήσει. Εκπληρώνει, με λίγα λόγια, τα απόκρυφα όνειρα κάθε άντρα και θέτει δυσπρόσιτους στόχους για τους περισσότερους αντιπροσώπους του φύλου.
Το πόσο οι γυναίκες εντυπωσιάζονται από αυτόν, φανερώνεται από ένα διάλογο στο “Casino Royale”. Έχοντας τραυματιστεί βαριά μετά από το βασανισμό του Λε Σιφρ, ο Μποντ αναρρώνει σε ένα κέντρο αποκατάστασης, αγνοώντας αν η ζημιά που υπέστη είναι ανεπανόρθωτη. Η Βέσπερ, που του συμπαραστέκεται, κάποια στιγμή συγκινείται και μονολογεί: “You know, James, I just want you to know that if all that was left of you was your smile, your little finger…you ‘d still be more of a man than anyone I ‘ve ever met.” Ο Μποντ δεν την συνεπαίρνει εξαιτίας των σεξουαλικών του επιδόσεων, αλλά εξαιτίας της ζηλευτής αισιοδοξίας του και της περήφανης περιφρόνησης της παραίτησης. Η στάση ζωής του τη μαγεύει.
Ταυτόχρονα, όταν αναγκάζεται, καταφεύγει σε βιαιοπραγίες, προκειμένου να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να ξεδιαλύνει τα μυστήρια που ανακύπτουν. Ποτέ, όμως, δε χάνει την αίσθηση του χιούμορ του. Αρέσκεται σε παιγνιώδεις συνδιαλέξεις με τους εχθρούς του, τους οποίους σαρκάζεται και εμπαίζει ώστε να αποδείξει ότι δεν υπολείπεται σε τίποτα απέναντί τους, αλλά και το ότι πρωτοπορεί στη μεταξύ τους ανομολόγητη μονομαχία. Οι αντίπαλοί του συχνά εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για την άκρατη επεμβατικότητα του Βρετανού, αλλά επιλέγουν να μην τον εξοντώσουν με τα ίδια κριτήρια που και ο ίδιος ο Μπόντ αποφεύγει την απευθείας αιματηρή σύγκρουση: η συλλογή πληροφοριών προηγείται και ενδείκνυται ένα παιχνίδι προσποίησης και ανταλλαγής ευφυολογημάτων.
Άθικτες ατάκες στο πέρασμα του χρόνου επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Αλησμόνητη η σκηνή που ο Μπόντ και ο Χούγκο Ντράξ πηγαίνουν για κυνήγι στο “Moonraker” και, αφού ο πράκτορας σημαδεύει και φαινομενικά αστοχεί, ο Ντραξ αναφωνεί με προφανή αλαζονεία: “You missed Mr. Bond”, για να ακολουθήσει ο ήχος της πτώσης του νεκρού σώματος του συνεργάτη του, ο οποίος και επιτρέπει στον Μπόντ να αποκριθεί με χαιρέκακη ανωτερότητα: “Did I?”.
Η αδιάσειστη ψυχραιμία του ίσως σηματοδοτεί το σπουδαιότερο προτέρημά του. Δεν πτοείται από αιμοδιψείς διώκτες, τετραπέρατους κακοποιούς και μοχθηρούς προδότες, λαμβάνοντας κρίσιμες αποφάσεις με πνευματική διαύγεια και νοητική ετοιμότητα. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τους επιδέξιους χειρισμούς του όταν συνεργάτες του λιποψυχούν, ανησυχούν έκδηλα ή διατηρούν επιφυλακτική στάση, προσμένοντας έναν από μηχανής θεό αντί να δραστηριοποιηθούν. Φυσικά, οι ελπίδες εναποτίθενται στον αλύγιστο Τζέιμς.
Πιο χαρακτηριστική περίπτωση από το λέιζερ που απειλεί να διχοτομήσει τον χειροπόδαρα δεμένο πράκτορα στο “Goldfinger” δεν μπορώ να ανασύρω από το μνημονικό μου. Ενώ ο σεσημασμένος εγκληματίας κατευθύνεται προς την έξοδο σίγουρος για την εξόντωση του ανταγωνιστή του, ο Μπόντ τον ρωτά με ατάραχη σιγουριά για τη σωτηρία του: “Do you expect me to talk?”, εξοργίζοντας τον και αναγκάζοντάς τον να κοντοσταθεί και να απαντήσει με υστερικό εκνευρισμό: “No Mr. Bond, I expect you to die!”. Παρόλα αυτά, η απελευθέρωση επιτυγχάνεται εξαιτίας των άριστων χειρισμών του εξαιρετικά εκπαιδευμένου κατασκόπου.
Φυσικά, ο κάθε ηθοποιός που ανέλαβε να ενσαρκώσει τον θρυλικό ήρωα, συνέβαλε στον τονισμό ή την ανάδειξη διαφορετικών χαρακτηριστικών του. Δικαίως αποδίδεται στον Κόνερι η ιδανική έκδοση, αφού συνδύασε άριστα την ατσαλάκωτη εμφάνιση με το δηλητηριώδες χιούμορ και το άψογο φονικό ένστικτο, ξεπερνώντας όσους τον διαδέχθηκαν σε όλους τους τομείς. Ο Λεϊζένμπι «φώτισε» την ευαισθησία του, ο Μουρ επικεντρώθηκε στην κοσμική πλευρά του Βρετανού, ο Ντάλτον αποτυπώθηκε στη συνείδηση του κοινού ως ο ασυγκίνητος εκτελεστής των εντολών, ο Μπρόσναν συνύφανε σεξαπίλ και αποδοτικότητα και ο Κρεγκ εστίασε στην ανθρώπινη, τρωτή πτυχή του…
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του ήρωα προώθησαν ή διαμόρφωσαν ένα είδος συμπεριφοράς που ως την πρώτη προβολή του «Δόκτωρ Νο.» είχαν ελάχιστη απήχηση σε ευρεία κλίματα. Προφανώς, πάντοτε ο λαός εποφθαλμιούσε πλούτο και άνεση, όμως ο Μποντ χάρισε μια διευρυμένη έννοια της αξιόλογης ζωής, διανθίζοντας συνηθισμένες υλιστικές ανάγκες με την περιπέτεια, τη συνεχή εργατικότητα και τη μηδενική επανάπαυση. Για την προστασία των κεκτημένων, δεν υφίστανται κενές περίοδοι, ούτε αναγνωρίζεται η θετική επίδραση της περιστασιακής σχόλης. Αποδεκτή γίνεται μόνο η συμπτωματική.
Η σχέση που διατηρεί με τα στελέχη της μυστικής υπηρεσίας που εναπόκειται χρήζει σχολιασμού αφού σε αυτήν οφείλονται μερικές από τις πιο διαχρονικά αξιομνημόνευτες σκηνές της σειράς. Ο (ή Η) Εμ, παρότι κατέχει εξουσιαστικό ρόλο, δεν επιβάλλεται ποτέ στον Μποντ- μόνο τον συνετίζει με μια καλοπροαίρετη συγκαταβατικότητα. Ο Κιου, ο άνθρωπος που ειδικεύεται στα τεχνολογικά εξαρτήματα, δυσφορεί με την επιπολαιότητα που ο πράκτορας επιδεικνύει κατά τη διάρκεια της παρουσίασης των ευαίσθητων συσκευών, όμως βαθιά μέσα του γνωρίζει πως θα τύχουν της μεταχείρισης που επιθυμεί. Έτσι, οι αναστεναγμοί απογοήτευσης μάλλον μεταφράζονται σε εσκεμμένη ενέργεια παρασιώπησης της τέρψης που του προξενεί η ανάλαφρα επιτηδευμένη ομφαλοσκοπικότητα του κατασκόπου.
Μα, κανένας δε συγκρίνεται με τη μις Μανιπένι. Με ελάχιστο χρόνο για προσωπική ζωή εξαιτίας των βεβαρημένων επαγγελματικών της υποχρεώσεων, η γραμματέας του Εμ ονειρεύεται μια ζωή μακριά από τις πληκτικές ευθύνες της δουλειάς γραφείου. Φανερά ερωτευμένη με τον Μπόντ -αλλά πολύ αξιοπρεπής και εγκρατής για να το εξομολογηθεί- λατρεύει να ανταλλάσσει τσαχπίνικες κουβέντες μαζί του, σημεία υποβόσκοντος ερωτισμού που ποτέ δε μετουσιώνεται σε αληθινή επαφή. Μονίμως οι συζητήσεις μεταξύ τους εκπέμπουν αισθησιασμό, όμως ποτέ δεν επιτυγχάνεται το επόμενο βήμα, σαν και οι δύο να προσπαθούν να διαφυλάξουν αυτή την αλλόκοτη μορφή αλληλοκατανόησης που τους συνδέει.
Το ζήτημα που ανακύπτει είναι το πως ένας χαρακτήρας που εκ φύσεως προσκρούει στο φαινόμενο της πολιτικής ορθότητας της εποχής μας σχετικά με τα δικαιώματα των γυναικών, τις επιβλαβείς συνέπειες του καπνίσματος, τις δυσχερείς επιπτώσεις του παρορμητισμού, την ενασχόληση με τα τυχερά παιχνίδια και την επίδειξη χλιδής δεν πλήττεται και παραμένει άξιος αντιγραφής.
Η απάντηση πιστεύω πως βρίσκεται στο απαράμιλλο στυλ του. Δε βιάζει τις γυναίκες, τις αποπλανεί. Δεν καπνίζει άτσαλα, αλλά ανδροπρεπώς. Η ενστικτώδης δράση του δε βλάπτει κανέναν αθώο ή άσχετο με τις υποθέσεις του. Ο τζόγος δεν εμπίπτει στον τομέα του πάθους. Πάντοτε επιλέγεται ως μέθοδος αποσυμφόρησης από το έργο του ή διαδραματίζεται παραπλεύρως με κάποια παρακολούθηση. Όλα αυτά συνεπάγονται απουσία επιλήψιμης απόχρωσης των ενεργειών του και τον απομακρύνουν από κατηγορίες που ενδεχομένως να του προσάπτονται.
Επιπρόσθετα, ο Μποντ ποτέ δεν πέφτει στην παγίδα της ανίας. Η ζωή του συνιστά συνεχή υπενθύμιση των αρνητικών συνεπειών της οκνηρίας και στοχοποιεί πλαγίως όσους την επιλέγουν. Ο κόσμος συνηθίζει να εντυπωσιάζεται από το κομμάτι της ζωής του που περιλαμβάνει κοινωνικές συναναστροφές και ερωτικές περιπτύξεις, αγνοώντας (ή υποτιμώντας αθέλητα) το βάρος των υπόλοιπων αρμοδιοτήτων του, οι οποίες μάλιστα δεν του εγγυώνται σε κανένα βαθμό μακροζωία και ανεμελιά.
Κυριότερα, όμως, ο πράκτορας αποτελεί τον εκφραστή της ιδεατής ζωής. Τα βιώματά του ενσωματώνουν όσες μας επιθυμίες μένουν απωθημένες ή ανεκπλήρωτες και αυτό από μόνο του αρκεί για να δικαιολογήσει τη διαχρονική επιρροή του στην pop culture. Θα χρειαστεί μια ριζική και ιδιαίτερα απίθανη μεταβολή των ενδιαφερόντων των μαζών ώστε να επέλθει η συρρίκνωση του μύθου του και να εκτοπιστεί στο πολιτισμικό περιθώριο. Φυσικά, η εικόνα του συντελεί στη μέχρι τώρα αποφυγή των σκόπελων του εξωραϊσμού του και της αφαίρεσης μερικών εγγενών χαρακτηριστικών του.
Ποτέ δεν απαντάται σφιγμένος, αγχωμένος και νευρικός. Πάντοτε είναι ετοιμόλογος και δεκτικός, σαν οι επικοινωνιακές του δυνατότητες να του εξασφαλίζουν προνόμια που συμβάλλουν στην επίλυση των μυστηρίων, βοηθούν στην απόσπαση πληροφοριών και απενεργοποιούν τους αμυντικούς μηχανισμούς των γυναικών που αποπειράται να κατακτήσει. Ο Μποντ απέχει από το κλασικό ανδρικό πρότυπο. Ο ίδιος κατασκεύασε, σμίλεψε και κατοχύρωσε την εικόνα του. Ατσαλάκωτος, ευθυτενής και σοφιστικέ, εξοντώνει όσους τον αντιμάχονται αριστοτεχνικά και αδράχνει την κάθε στιγμή με εξιλεωτική εκλεκτικότητα. Ο Μποντ είναι το κλασικό ανδρικό πρότυπο.
Fun Fact: Ο δικός μας Γιώργος Φούντας βρέθηκε μια ανάσα από το να αντικαταστήσει τον Sean Connery όταν ο τελευταίος δήλωσε την απροθυμία του να επανέλθει μετά το “You Only Live Twice” το 1967, όμως η μη γνώση Αγγλικών υποχρέωσε τους συντελεστές να προσλάβουν τον George Lazenby, οποίος δεν είχε προηγούμενη υποκριτική εμπειρία.