Ο μύθος λέει ότι στο ζωολογικό κήπο του Μανζούλι υπάρχει ένας ελέφαντας που κάθεται ακίνητος όλη μέρα, αδιαφορώντας για το τι συμβαίνει γύρω του.
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Πρόκειται για την ιστορία τεσσάρων ανθρώπων, που παλεύουν με τον εαυτό τους, την απαισιοδοξία, την απάθεια, την απελπισία, τη μοναξιά. Τέσσερις άνθρωποι που έχουν απογοητευτεί από τη ζωή και τα πολύ λίγα που αυτή τους προσφέρει. Η ταινία σε βάζει να αναρωτηθείς αν πραγματικά αξίζει να ζει κανείς μέσα σε τέτοια αθλιότητα. Η μηδενιστική ματιά του δημιουργού αποτελεί το φίλτρο μέσα από το οποίο βλέπουμε την ιστορία των ηρώων να εξελίσσεται. Χρωματίζει –ή καλύτερα αποχρωματίζει, καθώς η ταινία σε αφήνει με την εντύπωση ότι σε όλα τα πλάνα κυριαρχεί το αδιάφορο και καταθλιπτικό γκρι- τις συχνά ανυπόφορες σιωπές μεταξύ των χαρακτήρων, τις άβολες και βασανιστικά αργές συζητήσεις τους, τα ‘κενά’ βλέμματά τους, τις σκηνές βίας και θανάτου που κάθε άλλο παρά θεαματικές είναι, καθώς εσύ ο ίδιος δεν γίνεσαι ποτέ μάρτυράς τους, αφού η κάμερα φροντίζει πάντα να δείξει αλλού.
Υπάρχουν στιγμές που η υποβόσκουσα οργή των χαρακτήρων με τους άλλους αλλά και με τον εαυτό τους φτάνει στο ζενίθ. Τότε ακολουθούν σκηνές που σε σχέση με την υπόλοιπη ταινία φαντάζουν σαν συναισθηματικές εκρήξεις και πάλι όμως σου αφήνουν την αίσθηση του ανικανοποίητου, την αίσθηση ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν καταπιεστεί σε τέτοιο βαθμό που δε δύνανται να βιώσουν και να εκφράσουν τα συναισθήματά τους στο μεγαλείο τους, είτε αυτά είναι ο θυμός και η απέχθεια είτε η αγάπη και η στοργή. Το τέλος της ταινίας σου προσφέρει την μικρότερη δυνατή κάθαρση.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
O Bo Hu βρίσκεται πίσω από το σενάριο (βασισμένο σε βιβλίο του ιδίου) αλλά και την σκηνοθεσία της ταινίας. Παρά το γεγονός ότι η διάρκειά της φτάνει τα 234 λεπτά η ταινία δεν κάνει κοιλιά. Ενώ είναι γενικά ‘επίπεδη’ χωρίς πολλές και μεγάλες εντάσεις, αισθάνεσαι ότι τίποτα δεν είναι περιττό, ότι οι τέσσερις ώρες είναι απαραίτητες για να διεισδύσεις στις ζωές αυτών των ανθρώπων και να αποδεχθείς τη μιζέρια τους ως αναπόφευκτη συνέπεια της σύγχρονης κοινωνίας που σε καταβάλλει ψυχικά και σε αποξενώνει από τους άλλους και κυρίως από τον εαυτό σου. Τα πλάνα είναι συγκλονιστικά, με την κάμερα να κατασκοπεύει τους ήρωες, να παραβιάζει την ιδιωτικότητά τους, ακολουθώντας τους από τόσο κοντά χωρίς να σε κάνει να νιώθεις άβολα αλλά σε σημείο που το αίσθημα της απόγνωσης και της απόλυτης μοναξιάς γίνεται και δικό σου.
Όσον αφορά τις ερμηνείες, οι ηθοποιοί υπηρετούν το σενάριο. Δεν πασχίζουν να αναδείξουν τις υποκριτικές τους ικανότητες, παίζουν με μία απλότητα και νωθρότητα που αρμόζει στους χαρακτήρες τους.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Μιλάμε για την πρώτη αλλά και τελευταία μεγάλου μήκους ταινία του Hu Bo, ο οποίος αυτοκτόνησε σε ηλικία 29 ετών λίγο αφού την ολοκλήρωσε. Πρόκειται για τη διαμαρτυρία του απέναντι σε έναν κόσμο που είναι κάθε άλλο παρά ανθρώπινος και δίκαιος. Μία καλλιτεχνικώς άρτια ενσάρκωση της πρώτης ευγενούς αλήθειας των βουδιστών: η ύπαρξη είναι πόνος.