Αθήνα 2015. Πέντε δολοφονίες. Ο Δημήτρης Λαΐνης, ένας ιδιόρρυθμος καθηγητής εγκληματολογίας, αναλαμβάνει να βοηθήσει τις αστυνομικές αρχές στη λύση του μυστηρίου πίσω από τους πέντε αυτούς φόνους. Μοναδικοί του σύμμαχοι, οι γρίφοι του Πυθαγόρειου θεωρήματος και ο Marcel de Chaff, ένας καθηγητής μαθηματικών, o οποίος σαν άλλος “από μηχανής θεός” θα οδηγήσει τον Λαΐνη στην λύση του μυστηρίου. Όσο πιο πολύ πλησιάζει στην ανακάλυψη του δολοφόνου, τόσο ακολουθεί επικίνδυνα μονοπάτια για τον ίδιον και το μέλλον του. Θα καταφέρει να λύσει το μυστήριο και να αποκαλύψει τους ενόχους;
TI EΧΟΥΜΕ ΕΔΩ
Ξεκινώντας κατευθείαν από την… ετυμηγορία, κρίνω το “Έτερος εγώ” με αρκετή επιείκεια καθώς πρόκειται για μια Crime Thriller ελληνική προσπάθεια που δεν βλέπουμε κάθε χρόνο. Το αποτέλεσμα στο σύνολο του δεν είναι σε καμία περίπτωση κακό, δεν ξεφεύγει όμως από παθογένειες του εγχώριου κινηματογραφικού γίγνεσθαι. Μεμονωμένα κομμάτια του παζλ δηλαδή, που θα μπορούσαν πολύ εύκολα να αποφευχθούν για να μην εκθέσουν τα δυνατά σημεία του συνόλου.
Το σενάριο (υπογράφει ο Σωτήρης Τσαφούλιας) βασίζεται σε ένα τρίπτυχο που βλέπουμε συχνά σε ταινίες του είδους. Ένας δολοφόνος εκδικητής με προσωπικό κίνητρο, μια σειρά από φόνους που διαπράττονται με βάση μια μέθοδο-αλγόριθμο που εκφράζει την εγκληματική πράξη για να της δώσει ηθική υπόσταση (στην προκειμένη περίπτωση οι φίλιοι αριθμοί του Πυθαγόρα), καθώς κι ένας πρωταγωνιστής που αναλαμβάνει να ψάξει την άκρη του νήματος, πέφτοντας στην παγίδα της ταύτισης συναισθημάτων με τον άνθρωπο που αναζητεί.
Το πιο ενοχλητικό στην συνολική κρίση του σεναρίου είναι η βεβιασμένη προσθήκη στερεότυπων στους χαρακτήρες του φιλμ, που ακόμα κι αν παραβλέψεις πως “βγάζουν μάτι”, δεν υπερασπίζονται ακόμη κι έτσι, τις επιλογές τους με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά. Σκεφτόμενος την κατάληξη του σεναρίου και απομονόνοντας τις αντιδράσεις τους θα διαπιστώσεις πως τα στερεότυπα αυτά μπήκαν ως γαρνιτούρα μετά την συγγραφή των πράξεων τους.
Έτσι ο πρωταγωνιστής είναι ένας ιδιόρρυθμος, αντικοινωνικός αλλά ταυτόχρονα έξυπνος και παρατηρητικός άνθρωπος, κι επειδή αναφέρεται σε κάποιον διάλογο, ΟΧΙ δεν είναι μόνο αυτά τα χαρακτηριστικά ενός αυτιστικού και νομίζω πως έχει κουράσει η ευκολία να δώσουμε τον χαρακτηρισμό σε κάποιον (απλά) μη συμβατικό χαρακτήρα. Ο Έλληνας αστυνομικός δεν συνδέει ούτε τα προφανή σε μία υπόθεση που υποτίθεται είναι ο πιο έμπειρος, η νοσοκόμα είναι μπλεγμένη σε έρωτα περιθάλποντα-ασθενή, ο δάσκαλος-πανεπιστημιακός πατέρας είναι ένας μοναχικός και σοφός συμβουλάτορας του πρωταγωνιστή, ενώ ο εκδικητής φέρει στολή εκδικητή από το Assassin’s Creed.
Οι διάλογοι φέρνουν σε αρκετές περιπτώσεις το κοινό σε αμηχανία, καθότι πολλές φορές αχρείαστοι επεξηγώντας φωναχτά σκέψεις των χαρακτήρων.
Σε αντίθεση με όλα τα παραπάνω αρνητικά, η ροή του σεναρίου είναι μετρημένη και “τίμια”, με όλα τα απαραίτητα μπρος-πίσω χρονικά ταξίδια του (το μοντάζ στέκεται σε σεβαστό επίπεδο).
Από την συνολική σου εμπειρία δεν θα διαγράψεις σε καμία περίπτωση την πολύ καλή σκηνογραφία των χώρων του εγκλήματος, που προβάλονται ιδανικά χωρίς να φαντάζουν “στημένες” και ψεύτικες.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Η σκηνοθεσία του (ταυτόχρονα σεναριογράφου) Σωτήρη Τσαφούλια χαρακτηρίζεται εκτός του στείρου “καλή”, μία ενδιαφέρουσα δουλειά. Το αποτέλεσμα αυτής είναι μια καλογυρισμένη ταινία που δείχνει τον κόπο, το μεράκι και την γνώση για το genre του δημιουργού. Ότι έχει να κάνει με γύρισμα, σκηνή και κάδρο θα σε αφήσει πλήρως ευχαριστημένο ως θεατή. Έπιασα αρκετές φορές τον εαυτό μου να αντιστοιχεί σκηνοθετικά τρικς κάμερας που έχω δει σε κλασικές ταινίες/σειρές από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, όμως αυτή η έλειψη προτοτυπίας που θα πουν κάποιοι, οδηγούν σε έξυπνα στημένες σκηνές θρίλερ και μια καλή εναλλαγή σκηνών που δεν βλέπεις συχνά στην ντόπια αγορά (είμαι υπέρ του “δες πως το κάνει η κορυφή, κάντο κι εσύ”).
Ο σκηνοθέτης όμως εκτός του παραπάνω, είναι υπεύθυνος και για τις ερμηνείες των συντελεστών που έχει επιλέξει, πράγμα που με αναγκάζει να κάνω ένα βήμα πίσω τον ενθουσιασμό μου, μιας και οι περισσότερες ερμηνείες μετά βίας πιάνουν τη βάση, δίνοντας μια παράξενη γεύση στο εύγευστο σκηνικό που έχει στηθεί.
Θεωρώ τον Πυγμαλίων Δαδακαρίδη ένα ταλαντούχο ηθοποιό και θέλω να πιστεύω πως έπεσε στην παγίδα να ενσαρκώσει έναν πρωταγωνιστή που σκιαγραφείτε εξαρχής λανθασμένα. Δεν είναι μια ερμηνεία που τον κολακεύει κινηματογραφικά, όσα ελαφρυντικά κι αν του δώσω για το επιτηδευμένο της προσπάθειας να δείξει πως ο Δημήτρης Λαΐνης είναι ιδιόρρυθμος (αυτό το ορίζουν οι επιλογές του κι όχι το… περίεργο περπάτημα του πρωταγωνιστή).
Το cast συμπληρώνουν ο πολύπειρος Δημήτρης Καταλειφός στο ρόλο του “μέντορα”, με τον Μάνο Βακούση και την Ιωάννα Κολλιοπούλου σε σημαντικούς ρόλους. Το ολιγόλεπτο σημαντικό guest του διάσημου Γάλλου François Cluzet (The Intouchables) αποτελεί περισσότερο κράχτη για το φιλμ, παρά ουσιαστικό ερμηνευτικό όπλο.
Η μουσική του Κώστα Μαραγκού όχι μόνο συμπληρώνει την ταινία ιδανικά, αλλά πολλές φορές παίρνει “την ομάδα στις πλάτες της”, αποτελώντας το ιδανικότερο κομμάτι του genre που απαιτεί το φιλμ. Παρότι έχω την αίσθηση πως χρησιμοποιήθηκε ως “πάτημα” κάποιο Temp Score από αντίστοιχες γνωστές ταινίες, το original score αποτελεί highlight για τα δεδομένα του ελληνικού κινηματογράφου. Συνολικά το Sound Mix της ταινία δείχνει πως η χώρα μας δεν πάσχει στο συγκεκριμένο κομμάτι, ειδικά από σοβαρές προσπάθειες όπως αυτή εδώ.
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΤΟ ΔΩ
Δεν σας κρύβω πως ήθελα να μου αρέσει πολύ. Πήγα στην αίθουσα με υψηλές προσδοκίες, αλλά έφυγα από αυτήν με πολλά ερωτηματικά για κάποιες επιλογές του δημιουργού που θολώνουν την καταπληκτική δουλειά της παραγωγής σε πολλά επιμέρους κομμάτια. Οπλίσου με υπομονή ώστε να παραβλέψεις τους ρόλους καρικατούρες και κάνε το καθήκον σου ως Έλληνας σινεφίλ. Στήριξε ανθρώπους που παίρνουν ρίσκα στη χώρα μας, κρατώντας μόνο τα θετικά. Είμαι σίγουρος πως θα αποκομίσεις την ίδια απογοήτευση στο τέλος, σχετικά με την ανάγκη του ελληνικού σινεμά να προσπαθήσει να γίνει κάτι που ίσως δεν μπορεί να γίνει αν πρώτα δεν αποβάλει τις (παραπάνω) χρόνιες παθογένειες του.