5 ταινίες που “γκρεμίζουν” τον 4ο τοίχο στο σινεμά

Μια πολύ ιδιαίτερη τεχνική αφήγησης, η οποία αναπτύχθηκε κυρίως στην σύγχρονή εποχή του σινεμά, είναι το breaking of the 4th wall, που λέμε και στο χωριό μου! Για να το εξηγήσουμε καλύτερα, αποτελεί το σημείο εκείνο, όπου ο fictional πρωταγωνιστής συναισθάνεται ότι βρίσκεται σε ταινία, και απευθύνεται απευθείας στον θεατή, σαν να ήταν ο φίλος στον οποίο εμπιστεύεται κάτι. Σαν αυτό που κάνει εδώ στο Ελλάντα ο Μπέζος (!) χρόνια τώρα στις σειρές που πρωταγωνιστεί, απλά στο πιο χολιγουντιανό του.

Συνήθως χρησιμοποιείται για να εξυπηρετήσει την πλοκή, αλλά και για να κάνει τον θεατή πραγματικό συμμέτοχο σε αυτό που του παρουσιάζεται. Και συνήθως προσδίδει κιλά coolness στις ταινίες όπου χρησιμοποιείται. Λοιπόν, αρκετά με την φιλολογική ανάλυση πανεπιστημιακού επιπέδου (μπλιαχ!). Πάμε να δούμε 5 ταινίες, διαφορετικών κινηματογραφικών ειδών, όπου η τεχνική αυτή “πρωταγωνιστεί”.

 

Ferris Bueller’s Day Off (1986)

Από τα πρώτα και πιο διάσημα breaking του 4ου τοίχου στην ιστορία του κινηματογράφου. Ο συμπαθής, ευφυής μα κυρίως τεμπέλης έφηβος Ferris Bueller , παρουσιάζει ευθέως στον θεατή το περίφημο πια σχέδιο κοπάνας του από το σχολείο. 80s νοσταλγία από τον πρωτομάστορα των teen movies John Hughes, πολύ ωραίο soundtrack (φουλ στην eightιλα για μας τους θαυμαστές της πιο κουφής δεκαετίας όλων των εποχών) , απολαυστικοί δεύτεροι ρόλοι, κι ένας Matthew Broderick που μας αφήνει να εισβάλουμε ακόμη και στο ντους του, όπου μας προσφέρει μια καντάδα πριν καλύψει με το χέρι του τον φακό της κάμερας για να καθαρίσει τα “ιδιαίτερα” του .Ο Ferris ήταν επίσης πρωτοπόρος των λεγόμενων post-credits σκηνών. Στο τέλος της ταινία και μετά το ρίξιμο των τίτλων μας προτρέπει να πάμε επιτέλους σπίτι. Τελείωσε βρε αδερφέ, από τον πιο cool ήρωα των 80s.

 

Goodfellas (1990)

Το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης του Ray Liotta στο Goodfellas του Scorcese γίνεται offscreen με τη χρήση του voice over. Στο τέλος της ταινίας, όμως, ο Χένρι Χιλ του Liotta εξέρχεται από την ψευδαίσθηση της ταινίας, σηκώνεται από το κάθισμά του σε μια αίθουσα δικαστηρίου, όπου είχε κληθεί ως μάρτυρας (καρφί των μαφιόζων «συναδέλφων» του), και αρχίζει να συνομιλεί απευθείας με την κάμερα. Μάλιστα, μας προσφέρει ευθέως την λύση της τραγωδίας -στην Αρχαία Ελλάδα αυτή σηματοδοτούσε το τελείωμα του έργου- με την ατάκα “Και τώρα όλα τελειώνουν.” Το επόμενο καρέ μας μεταφέρει στο νέο σπίτι του Χένρι Χιλ , όπου μεταφέρθηκε από το πρόγραμμα Προστασίας Μαρτύρων και στην μπροστινή πόρτα του, όπου μαζεύει την εφημερίδα του και δίνει στην κάμερα ένα θλιβερό χαμόγελο. Και τότε είναι που όντως όλα τελειώνουν .

 

Fight Club (1999)

Στο βίαιο αυτό έπος του αγαπημένου μου David Fincher, ο πρωταγωνιστής Edward Norton αφηγείται στο κοινό την περίεργη ιστορία της μίζερης και ανάλατης, αποσαθρωμένης από τα καπιταλιστικά πρότυπα επιτυχίας (sic) ζωής του. Η αφήγηση του όμως γίνεται ακόμα πιο γλαφυρή και έντονη -και άμεσα απευθυνόμενη στην κάμερα- όταν μας μιλάει για τον “φιλαράκο” του, τον Tyler Durden (Brad Pitt). Πέρα από την αφήγηση του βασικού ήρωα, η ταινία σε πολλά σημεία κλείνει το μάτι στον θεατή. Ο Tyler, που εργάζεται ως μηχανικός προβολής ταινιών, για να εισάγει τον θεατή στις λεπτομέρειες της δουλείας του, μας μιλά για καψίματα από τσιγάρο -τα μικρά σημάδια που χρησιμοποιούνται για να υποδηλώσουν την αλλαγή τροχού στο φιλμ στις παλιές ταινίες- και μάλιστα ο ίδιος επισημαίνει ένα τέτοιο παράδειγμα, εμφανιζόμενος, κατά την προβολή μιας παλιάς ταινίας, στην γωνία της οθόνης. Αργότερα, μια ομιλία Durden έχει τόσο έντονη απήχηση που τινάζει το σελιλόιντ στον προβολέα, καθιστώντας τα γρανάζια ορατά. Το Fight Club παραπέμπει συνεχώς, στο γεγονός ότι είναι μια ταινία, και χρησιμοποιεί το breaking του 4th wall ως μια υπενθύμιση ότι κάθε πρόσωπο κατασκευάζει (ή καλύτερα, αποδομεί) το δικό του όραμα της πραγματικότητας.

 

24 Hour Party People (2002)

Στο 24 Hour Party People, ο Tony Wilson (Steve Coogan) αποτελεί τον ξεναγό του θεατή στο ξέφρενο κόσμο της μουσικής σκηνής του Madchester της δεκαετίας του ‘80 και του ’90. Συχνά το κάνει αυτό, σχολιάζοντας την εκτυλισσόμενη δράση της ταινίας, κοιτώντας ευθέως την κάμερα. Μάλιστα εξαρχής προειδοποιεί τους θεατές να περιμένουν “πολλές τέτοιες παρεμβάσεις του στην διάρκεια της ταινίας” προτού μας πληροφορήσει -και πάλι ευθέως- ότι η ατυχής πτήση του με παρα-πέντε στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας “είχε πραγματικά συμβεί. Αυτά τα περιστασιακά παραλειπόμενα του Wilson είναι στην ουσία το αλατοπίπερο μιας γρήγορης και διασκεδαστικής ταινίας (ιδίως για τους φανατικούς της βρετανικής μουσικής), που πέρα από το γέλιο που προκαλούν, με τον σαρκασμό και την αγγλική ειρωνεία του πρωταγωνιστή, βοηθούν να γίνει ο θεατής κοινωνός όλων αυτών των εμπιστευτικών πληροφοριών, σαν ο Ουίλσον να είχε δώσει προσωπική πρόσκληση στον καθένας από εμάς για αυτό το ξέφρενο πάρτι!

 

Πάμε και στον επίλογο του αφιερώματος με την πιο γαμάτη ταινία -και ήρωα- της χρονιάς. Μια σημαντική πτυχή του super-cool Deadpool, η οποία τονίζεται ιδιαίτερα και στο αντίστοιχο κόμικ, είναι ότι έχει πλήρη επίγνωση ότι είναι ένας φανταστικός χαρακτήρας. Ακόμη και τις στιγμές που τεμαχίζει ή πυροβολεί τους κακούς , ο ίδιος μας παραπέμπει στο γεγονός ότι είναι παγιδευμένοι μέσα σε μια ταινία που είναι μέρος ενός ευρύτερου σύμπαντος (αναφέρεται – μέσα από καφρίλες φυσικά – ακόμα και σε μερικούς από τους πιο διάσημους ηθοποιούς που έχουν παίξει στα X-Men μέσα σ τα προηγούμενα χρόνια). Μάλιστα, αυτό το παιχνίδι του με την κάμερα, είναι που κάνει την ταινία μια από τις πιο fun ένοχες απολαύσεις των τελευταίων ετών. Εντάξει και η γκομενάρα Morena Baccarin!